United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν το εγχειρίδιον, το δηλητήριον, ο όφις, έχουν αιχμήν, ενέργειαν ή κέντημα, είμαι ασφαλής· η σύζυγός σου Οκταβία, η ψευδοσώφρων εκείνη και ψυχρά, δεν θα λάβη ποτέ την τιμήν να με υβρίση διά της περιφρονήσεώς της. Ελθέ, ελθέ, Αντώνιε· βοηθήσατέ με, γυναίκες μου· πρέπει να τον ανασύρωμεν· βοηθήσατε, καλοί μου φίλοι. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω ταχέως, διότι αποθνήσκω. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού πραγματική άσκησις!

Ιδού λοιπόν τι λέγω τώρα: Πληρώ την ζωήν μου ευτυχίας, καθώς θα επλήρουν εκλεκτού οίνου έν ποτήριον, και πίνω έως ότου η χειρ μου καταστή αδρανής και πελιδνά τα χείλη μου, ας γείνη ό,τι γείνη· ιδού η νέα φιλοσοφία μου. Αφού είπε ταύτα, έκραξε την Ευνίκην. Εκείνη εισήλθε λευκοφορούσα, μειδιώσα, χρυσόκομος. Ο Πετρώνιος ήνοιξε τας αγκάλας του λέγων: — Ελθέ.

Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων. Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος αποσβέση το αίσχος της.

Έρως! — περίμενέ με. Εκεί, όπου αι ψυχαί αναπαύονται επί των ανθέων, θα βαίνωμεν κρατούμενοι εκ της χειρός, και διά του φαιδρού ημών ύφους θα επισύρωμεν εφ' ημών τα βλέμματα των φασμάτων. Και η Διδώ και ο Αινείας θα μείνουν άνευ συνοδείας, και πάντες θα σπεύσωσι προς ημάς. Ελθέ, Έρως, Έρως! ΕΡΩΣ. Τι θέλει ο στρατηγός μου;

Μη φοβείσαι από τους αγρίους· δεν θα σου αφήσουν πόδας οι ήμεροι, διά να φθάσης μέχρις αυτών και μη φοβηθής τον μορφασμόν του διαβόλου, διότι δεν θα τον ίδης ποτέ· θα σε καταφάγη διά του μειδιάματος ασφαλέστερον. Αλλ' ελθέ υπό την σκιάν μου και τίποτε δεν θα πάθης. Και όντως επλησίασα προς το Φάσμα, και με την σκιάν του περιεβλήθην.

Τι νέα; — Συ ήσο εις το Παλατίνον, εγώ λοιπόν θα σε ερωτήσω τι νέα; Ή μάλλον στείλε το φορείον σου και ελθέ πλησίον μου! θα ομιλήσωμεν περί του Αντίου και περί άλλων ακόμη. — Καλά, απήντησεν ο Πετρώνιος, εξερχόμενος του φορείου. Μεθαύριον φεύγομεν διά το Άντιον. Έσο έτοιμος. Συνομιλούντες έφθασαν τέλος εις του Βινικίου, όστις εζήτησεν εύθυμος το εσπερινόν δείπνον.

Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος: — Δυστυχία μου! . ., Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε: — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν. — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι. Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας. — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν.

Αλλ' αρκεί και ένα μόνον από το κοπάδι να τραβήξωμεν. Θα ορμήση δε εις το αγκίστρι το θρασύτερον από αυτά. ΕΛΕΓΧ. Ρίψε το αγκίστρι αν θέλης, αλλά φρόντισε προηγουμένως να συνδέσης με μακρόν σίδηρον την ορμιάν και το αγκίστρι διά να μη το κόψη με τα δόντια του και καταπιή το χρυσάφι. ΠΑΡΡ. Έτοιμα. Συ δε, ω Ποσειδών, ελθέ εις βοήθειαν.

Ο Βινίκιος είπε: — Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.

Επειδή όμως η τύχη καλώς ωκονόμησε το πράγμα, πρώτον μεν πέμψον τον υιόν σου προς τον νεοελθόντα παίδα, έπειτα δε, επειδή θέλω χάριν της διασώσεώς του να προσφέρω θυσίαν εις τους θεούς εις ους ανήκει η τιμή αύτη, ελθέ να δειπνήσης μετ' εμού