United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να παρευρεθής . . . Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι θα έλθωσι μετ' ολίγον.

Αν η τύχη δεν είναι υπέρ ημών· σήμερον, αφορμή τούτου θα είναι η προς αυτήν περιφρόνησίς μας. Ελθέ! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφησέ με να σε βοηθήσω και εγώ. Εις τι χρησιμεύει τούτο; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, άφησέ τον, άφησέ τον, συ είσαι ο οπλοποιός της καρδίας μου. — Ανάποδα, ανάποδα· έτσι, έτσι. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφησε να σε βοηθήσω και εγώ· έτσι πρέπει να είναι. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά, καλά, τώρα θα επιτύχω.

Πόσον βαρύς είναι ο σύζυγος μου! Η λύπη μας αφαιρεί την δύναμιν και τούτο αυξάνει το βάρος. Αν είχα την δύναμιν της μεγάλης Ήρας, αι πτέρυγες του Ερμού ήθελον σε σηκώση και τοποθετήση πλησίον του Διός. Αλλά, ακόμη ολίγη δύναμις. — Παραλογίζεται πάντοτε ο έχων επιθυμίας. — Ω! ελθέ, ελθέ, ελθέ.

Δεν θέλω να ακούσω τους πρέσβεις... σε μόνον. Την εσπέραν ταύτην συ και εγώ θα διέλθωμεν μόνοι τους δρόμους της πόλεως δια να παρατηρήσωμεν τον λαόν. Ελθέ, βασίλισσά μου. Μη μας ομιλής. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Τόσον ολίγον εκτιμά τον Καίσαρα ο Αντώνιος; ΦΙΛΩΝ. Ενίοτε, όταν δεν είνε Αντώνιος, λησμονεί την μεγάλην εκείνην ιδιότητα ήτις έπρεπε να είνε αναπόσπαστος απ' αυτού.

Αλλά κάτι άλλο, Δομίτιε· ο κύριός μου επιθυμεί να σου ομιλήση· ηδυνάμην βραδύτερον να σου αναγγείλω τα νέα μου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δεν θα είναι τίποτε· αλλ' έστω. — Οδήγησέ με εις τον Αντώνιον. ΕΡΩΣ. Ελθέ, Αινόβαρβε. Αθήναι. Έτερον δωμάτιον της αυτής οικίας. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Λοιπόν, φίλε Έρως; ΕΡΩΣ. Έχομεν παραδόξους ειδήσεις, Αινόβαρβε! ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι τρέχει; Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος.

» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.» Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον.

Εθρήνει εκείνον τον οποίον ασμένως κατέστρεφε· πίστευσε δε εις την ειλικρίνειαν των δακρύων του, όταν και εμέ ίδης κλαίοντα. ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, φιλτάτη Οκταβία· θα λαμβάνης πάντοτε ειδήσεις παρ' εμού· δεν θα εξαλείψη ο χρόνος την ανάμνησίν σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Καίσαρ· θα διαγωνισθώμεν εις τον προς αυτήν έρωτα. Ιδού σε εναγκαλίζομαι και σε αφήνω υπό την σκέπην των θεών. ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Ευτύχει!

Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου και την σκιάν μου λευκήν. Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον. Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην: — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού.

Η εντολή σου είνε ετοίμη· ελθέ να την λάβης. Ρώμη Οδός. ΛΕΠΙΔΟΣ. Μη ταράττεσθε περισσότερον· σπεύσατε, σας παρακαλώ, εις συνάντησιν των στρατηγών σας. ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ευθύς ως ο Μάρκος Αντώνιος εναγκαλισθή την Οκταβίαν, θα σας ακολουθήσωμεν. ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρετε λοιπόν, έως ότου σας ίδω με την στρατιωτικήν στολήν, η οποία αρμόζει τόσον καλά εις αμφοτέρους υμάς.

Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος: — Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας μου.