United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' όλους τώρα 'ταν χρέος του τους αρχηγούς να τρέχει ξορκίζοντάς τους· τι πολύ βαριά μας ζώνει ανάγκηΤότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Πάππου, και χάρη άλλη φορά θα σ' τόχω αν του τα ψέλνεις, 120 τι αναμελάει πολλές φορές και προθυμιά δε δείχνει, όχι από νου ασυλλογισά ή βαρεμό, μον βλέπει τι εγώ θα πω κι' ακαρτερεί το σύνθημα να δώκω.

Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' ΑχιλέαΈτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.

Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει 120 να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε «Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα.

Μηδέ τα φύλλα βρήκε 120 σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη, Μον τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως κάνα συντρόφι πούτρεχε οχ τη σφαγή στα πλοία.

«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις, νύμφαις, 'που επάνω κατοικούνταις κορυφαίς, 'ς τα όρη, και εις ταις πηγαίς των ποταμών καιτα χλωρά λιβάδια• ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125 αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».

Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• 115 «αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει• δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων; κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι, άγριο, φρικτόν, αμάχητον• αντίστασιν δεν έχει καμμίαν• το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. 120 ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθήςτον βράχο, φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση, και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους• αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν, οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους• 125 και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση.

Κι' εσένα πάλι οι τρελλοί να σε θωρούν μαζί μου, 115 Μετά χαράς σε δέχουνται απ' αφορμή δική μου· Σε ταύτα η Αλήθια στρέγοντας, το ψέμα αγγαλιασμένη, Στης φορεσιάς του εφάνηκε με ταύτο σκεπασμένη. Κι' αφόντης ανταμόθηκαν το ψέμα κι' η Αλήθια, Της γης τη σφαίρα επλήθυναν τα τόσα παραμύθια, 120 Τα παραμύθια εξιστορώ· τους μύθους ξεδιαλέγω. Στολνώ το Ψέμα όσο μπορώ και την Αλήθια λέγω.