Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Σεπτεμβρίου 2025
Θα σοι είπω· διότι έτυχε να κάθημαι εις τα δεξιά του πλησίον της κλίνης, εις έν χαμηλόν κάθισμα· εκείνος δε εις κάθισμα πολύ υψηλότερον του ιδικού μου. Αύριον λοιπόν, είπεν, ίσως, Φαίδων, θα κόψης αυτά τα ωραία μαλλιά . Έτσι φαίνεται, είπον εγώ, Σώκρατες. Όχι αύριον, είπεν ο Σωκράτης, αν βεβαίως με πιστεύσης. Άλλα διατί; είπον εγώ.
Είχε μέλανας και μεγάλους οφθαλμούς, ωχράν και αδύνατον την όψιν, και ωραίαν καστανήν κόμην. Το ανάστημά της εφαίνετο ολίγον κυρτόν. Ηδύνατο να καταστή ωραία, αν δεν έζη εν μέσω τοιούτου κύκλου, αλλά νυν δυσκόλως ηδύνατό τις να διακρίνη αν ήτο ευειδής ή άσχημος. Μεθ' όλην την ασβόλην καθ' ης επάλαιε, προσεπάθει να ενδύηται κοσμίως, και σπανίως εφαίνετο κηλιδωμένη.
Αλλ' οι φυσικοί χαρηκτήρες ακόμη μένουσιν. Η λίμνη κείται αμετάβλητος, ως οπάλιον σμαραγδοκόλλητον, αναμέσον των πρασίνων λόφων· τα ύδατα είνε ακόμη τόσον ωραία εν της διαυγεία των, ως ότε ο Πέτρος έρριπτε τα δίκτυα εις αυτά, και ο Ιησούς ενέβλεπεν εις τα κρυστάλλινα βάθη των· το φως του ηλίου περιλούει ακόμη τον τόπον, και ο αήρ ευωδιάζει από φυσικά αρώματα, και η τρυγών μορμυρίζει εις τας κοιλάδας, και ο πελεκάν αλιεύει εις τα ύδατα· και υπάρχουν φοίνικες και πρασινίζοντες κάμποι και ρεύματα και αμαυροί ερειπίων σωροί.
Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της.
Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελλός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κιόταν έβγαζαν τάγια, ο παπάς τον πατούσε.
Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: — Ναι, ναι αυθέντα! Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν. — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.
Ήρθε η μια Κυριακή να λειτουργήση· ελειτούργησε. Απολείτουργα βγαίνει στην Ωραία Πύλη. Βγήκε στην Ωραία Πύλη, και πιάνει και τους λέει. — Ε, βλογημένοι μου, θα εφκηθώ τόρα στο Θεό, να βρέξη ή να μη βρέξη.
Κουρασμένος, έβλεπε σαν ξένα τα δέντρα και την αυλή και το σωρό των παιδιών, που στεκόντανε στον ήλιο· κι όλη την ώρα το βλέμμα του είτανε τόσο παράξενο, σα να συλλογιζότανε γιατί όλα αυτά δεν είταν τόσο ωραία, όπως άλλοτε.
— Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον. Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον κυλύομαι και σύρομαι. Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον. Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα!
Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να ελπίσωμεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν