Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Η μεν πρώτη κίνησις η προερχομένη εκ της αισθήσεως παρούσης είναι αληθής• αι δε άλλαι δύο, είτε παρόν είναι το αισθητόν είτε όχι, δύνανται να είναι ψευδείς, αλλά μάλιστα όταν το αισθητόν είναι μακράν. Περί της φαντασίας λοιπόν τι είναι και διά τι είναι αύτη ας αρκέσωσι τα ειρημένα. * Ώφειλον να μη είπωσι μόνον πως η ψυχή γινώσκει, θίγουσα το όμοιον, αλλά και πως εξαπατάται.
Κι ολοένα περισσότερο βυθιζότανε στην ευδαιμονία αυτής της θωριάς, βούλιαζε ολάκερη, χανόταν. . ως που τα μάτια της κλείσανε σαν από μιαν ηδονή κι έναν πόνο αβάσταχτα για την ψυχή της Και τα μάτια της είδαν τότες πως σηκώθηκαν απ' το σκαλοπάτι και βγήκαν έξω στο δρόμο μαζί με το Νίκο-πιασμένοι απ’ τα χέρια και κατέβηκαν απ’ το βουνό τους κάτω στον κάμπο με τα λουλούδια πούχαν πάει τις προάλλες . . και πέρασαν όλον τον κάμπο και μπρος απ' της Καλλιθέας τα σπίτια που ήταν τυλιγμένα μες τασημένια μαλλιά του φεγγαριού τα ξέχυτα και πάντα χεροπιασμένοι με το Νίκο ανεβήκανε σ' εκείνο τολοστρόγγυλο το βουναλάκι-προτού νανοίξη ο κάμπος για τις Τζιτζιφιές-πούχει στην κορφή του την εκκλησίτσα της Αγια-Σωτήρας. . . Εκεί στο βουναλάκι απάνω στεκόταν το φεγγάρι• μα δεν τόβλεπαν καθώς ανεβαίνανε, γιατ' ήτον κρυμένο πίσω απ’ την εκκλησίτσα.
— Έλα, έλα που σε προσμένω τόσον καιρό! Όσο είμαι γω δω μέσα μη φοβάσαι· θα ζήσετε πλούσια. Έτσι μου είπε η φωνή κ' έτρεξα να ιδώ το ριζικάρη. Γύρισα όλες τις κάμαρες, κύτταξα πίσω από τις πόρτες, κάτω και ψηλά· μα δεν είδα τίποτα. Το σπίτι ολάνοιχτο στον αέρα και το φως ψυχή δεν έδειχνε. Τότε τάχασα· τρόμαξα στ' αληθινά· έβαλα τις φωνές κ' έπεσα στο κρεββάτι.
Μεταξύ της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου έπαλλεν εκ νέας χαράς. Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της.
Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση 'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση. Και 'ς το μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση! Κι' ο άνθρωπος, ταξειδευτής του κόσμου, 'σάν περάση Ταις τόσαις του κακοτοπιαίς, τα τόσα του τα πάθηα, Ω, πόση βρίσκει αλάφρωσι 'ς της Εκκλησιάς τα βάθηα 'Στά βάθηα του μοναστηριού! Ω, πόση η πονεμένη Ψυχή βρίσκει ανάπαυσι 'ς εσένα αφιερωμένη, Θρησκεία!
Την απόλυτη ομορφιά έχει μέσα στην ψυχή του ο λαός, και στα χείλη του την έχει, αφού την απόλυτη ομορφιά ως κ' η γλώσσα του μας τη φανερώνει.
Ουδεμία ψυχή δύναται να διασώση το άρωμα και την αβρότητα της υπάρξεώς της άνευ της σιωπηλής προσευχής και του ρεμβασμού και της σκέψεως· και το μέγεθος της ανάγκης ταύτης είναι ανάλογον προς το μέγεθος της ψυχής.
Μπαίνει και βλέπει το μαστιγωμένον Αγαθούλη με το σπαθί στο χέρι, έναν σκοτωμένον χάμου, τη Κυνεγόνδη ξώφρενη και τη γριά δίνοντας συμβουλές. Ιδού τι συνέβη αυτή τη στιγμή μέσα στην ψυχή του Αγαθούλη και πώς σκέφτηκε: Εάν ο άγιος άνθρωπος καλέση βοήθεια, θα με κάψη ασφαλώς στη φωτιά και μπορεί να κάνη το ίδιο και στην Κυνεγόνδη.
Δεν το είδες τόνειρό μου. ΒΕΡΑ — Δεν είναι στο χέρι μας να ξαναονειρευθούμε δυο φορές το ίδιο όνειρο. Μια φορά βλέπει κανείς στη ζωή του ένα όνειρο. ΦΛΕΡΗΣ — Στο χέρι μας είναι. Στο χέρι μας είναι Βέρα. Το ωραίο λουλούδι δε μαράθηκε μέσα μας. Λάμπει ακόμα με τα πρώτα του δροσερά χρώματα. Η αγάπη αγρυπνεί μέσα στην ψυχή μας και περιμένει. ΒΕΡΑ — Το ωραίο λουλούδι. Αλήθεια.
Για τούτο και γω σας λέω, αφήστε τις μισοδουλειές και δε θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί μισή τέχνη δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μισή ψυχή — δεν υπάρχει και μισή γλώσσα . Από μακριά την αποχαιρετούσα την Ακρόπολη, το βράδυ, όσο έτρεχε το τραίνο και κατέβαινα στον Περαιά, να με πάρη το βαπόρι που με πήγε στην Τήνο. Την αποχαιρετούσα την Ακρόπολη και λυπούμουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν