Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν, — Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας. — Πώς είσαι! — Καά. Δόκθα θοι ο Θεός! — Πονείς! — Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!
Τα παιδιά εκρατούσαν τη γιαγιά αγκαλιασμένη και τα χέρια της, το ένα δεξιά το άλλο ζερβά, ήταν ακουμπισμένα στους ώμους των. Έβλεπε πότε το ένα πότε το άλλο με το ουράνιό της χαμόγελο. Η μελωδική ψιλή φωνούλα έψαλλε το «Χριστός γεννάται». Έξαφνα η γρηά έκλινε το πρόσωπο στο κοριτσάκι σαν να θελε να το φιλήση κ' έμεινε ακίνητη . . . — Μάννα! την επλησίασε και της είπε η κόρη.
Χωρίς άλλο ήτο όνειρον εξ ουρανών διά την εις τα έθιμα της πατρίδος μου πίστιν ατίμητος αμοιβή. Συμμετέσχον τότε, χαίρων της χαράς του φιλικού δείπνου. Ο Παπά-Γιάννης ο εφημέριος του Νεκροταφείου με το θάρρος οπού είχε της γνωριμίας, έλαβε πάραυτα θέσιν παρά την τράπεζαν, και ανέζησε πάραυτα πότος εκπνέων. — Χριστός γεννάται, εκραύγασεν ο ιερεύς όλος χαρά· και εγέλα όλος.
— Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο. — Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . . Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την θλίψιν του έμπροσθέν της.
Μη δεν είπεν ο Χριστός, ότι «ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες χρείαν ουκ έχουσι μετανοίας;»
Απ' εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου και κάθε νόμισμα.
Ευθύς ωσεί όλη εκείνη η έκτασις κατείχετο υπό πολυαρίθμου στρατού, παραμονεύοντος κ' επιπίπτοντος αίφνης κατά του εχθρού, πλείστοι εξήλθον πυροβολισμοί, φωτίσαντες δι' αστραπιαίας ταχύτητος χλοαζούσας ράχεις, λαγκάδια καθαρά, δένδρα και καλύβας, πρόβατα και μανδριά. Οι βλάχοι εν εξάλλω ενθουσιασμώ μετέδιδον προς αλλήλους την ευχάριστον είδησιν της Αναστάσεως: — Χριστός ανέστη, ορέ αδέρφια!. . .
Όταν επέστρεφεν εις του Πετρωνίου εβάδιζεν άνω και κάτω εις το άτριον μέχρι πρωίας. Οι δούλοι τον εύρισκον συχνά γονυπετή, με τας χείρας τεταμένας προς τα άνω ή προς τα κάτω και με το πρόσωπον εστραμμένον προς την γην. Επεκαλείτο τον Χριστόν, διότι ο Χριστός ήτο η υστάτη ελπίς του.
Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το &Χριστός ανέστη& κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής: Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη εκ νεκρών &θανάτων&, θάνατον &μπατήσας& κ' &έντοις — έντοις& μνήμασι, ζωήν &παμμακάριστε&!
Ο κόσμος εκύτταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή... Ύστερα μονομιάς από πολλών τα στήθια εβγήκ' ένα «Μέγας ει, Κύριε!» και δυο τρεις χωριάτισσες είπαν «Χριστός 'δε σέρ- Μαρία!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν