Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο!

Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στον Ζ α π τ ι έ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

Λευκά και δροσερώτατα, 'Σάν άστρα αυγερινά, Υπό τα θεία φυτρόνουσι Πατήματα και πέφτουσι Συχνά εις τον κόσμον. Τάχεις γνωστά· κ' εστόλισες Πολλαίς φοραίς μ' εκείνα, Τους μη σκληρώς πατήσαντας Τον εχθρόν όταν έβαλεν Τ' άρματα κάτω. Τάχεις γνωστά· τα εχάρισες Εις όσους δεν εξάπλωσαν Βαρείαν χείρα επί γέροντας Ή παρθένους οπ' έγειναν λάφυρα μάχης.

Σκουπίζει την εκκλησία, τα συγυρίζει όλα, ανάπτει φωτίτσα και θυμιατίζει, τι θα πη!.... — Παναγία μου! Είπαν και εσταυροκοπήθηκαν αι γυναίκες. — Την είδα τρεις φοραίς έως τώρα. — Κι' απόψε μπάρμπα-Γιωργό; — Ξαργού ξενύκτησα, μα δεν την είδα απόψε. Ήταν όμως τα καντήλια όλα αναμμένα, της ώρας. Και μοσχοβολούσεν η Εκκλησία θυμίαμα, θα πήγεν, ως φαίνεται, απόψε πιο νωρίς που είναι σαββατόβραδο.

Πόσαις φοραίς δεν επλήρωσεν από των εκλεκτών αυτών καρπών το λεπτόπλεκτον καλαθάκι της, το κομψόν, το κυμαίον, πρώτη-πρώτη αυτή, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, προσφέρουσα τα πρωτόλεια εις την εκκλησίαν, να τα ευλογήση ο ιερεύς, κατά το έθος, τον νεοδρεπή της αμπέλου καρπόν, και διανείμη αυτόν εις τους πιστούς, με το αντίδωρον... — Και του χρόνου! επηύχετο ο ιερεύς προς την ευλαβή νοικοκυράν.

Βλογάει το χώμα τρεις φοραίς... Έκαμε το σταυρό του Και χάνεται στην ερημιά... Εσβύστηκαν τα φώτα. Λαλούν η πέρδικαις γλυκά κι' ο ήλιοςτη χαρά του» σ.89 Το χαριέστατον τούτο πτηνόν καθήμενον κατά τας πρώτας εωθινάς ώρας επί των αποτομωτέρων βράχων τέρπεται στρέφον προς τον ήλιον ως αν επιδεικνύμενον το ποικιλόχρουν και αβρόν στήθος.

ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Τρεις Μοίραις, καλομοίραις, αδελφαίς κ' αι τρεις της γης και του αέρος ταξειδεύτριαις, γυρνούν χειροπιασμέναις ολοτρίγυρα Τρεις γύρους δι εσένα, τρεις φοραίς εγώ, και τρεις φοραίς ακόμη, — έγειναν εννηά ! Τελείωσαν τα μάγια! Τώρα σιωπή! ΜΑΚΒΕΘ Δεν είδα 'μέραν, 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν!

Αλλης δα καμμιάς δουλιάς, Χωριστά από της κοιλιάς, Λόγο, ξέρω, δε σ' αρέγει, Το αχείλι σου να λέγη Σ' ήκουσα πολαίς φοραίς Σε συμπόσιου χαραίς, Της ζωής σου έγνια πρώτη, Καθαυτό το φαγοπότι. Ζήσε, ζήσε για να τρως, Για να γένεσαι χοντρός. Ότι, ως φαίνεται, η φύση Πιταυτου σε έχει χτίση, Να χωνεύης θαμαστά Να μιλής γι' αυτό σωστά. Να δειπνάς, να γιοματίζης. Κι' άλλο τι να μην αχρήζης.

'Σάν από μέθη, ζάλη, Τρικλίζει ο πύργος τρεις φοραίς και μέσ' 'ςτά 'μεσουράνια Τινάζεται 'σάν σύγνεφο, και φέρνει εκεί κουρμπάνια Τους γέρους τον Μεσολογγιού και των Τουρκών τ' ασκέρια Απ' τη μεγάλη αναλαμπή λάμπουν βουνά κι' αστέρια! Το Μεσολόγγι η χαραυγή τωύρε ταχιά πεσμένο, Κ' είδε το μισοφέγγαρο 'ςτά τείχηα του στημένο.

Μ' έχει σηκώση εις τους ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι άνω κάτω. Εδώ εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν