Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.

Οπίσω οχ τ' αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει: Στην κατοικά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει· 500 Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη Οχ το ποδάρι το δεξί διο τρεις φοραίς το στρίφει· Τον κολοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του, Μες το νερό κρατόντας τον, ως να σβυστή η πνοή του.

Ήτο ο καπετάν Βγενιός, με την μακρουλήν ως αυγόν κεφαλήν αυτού, οπού τρεις φοραίς, εκινδύνευσε και τρεις φοραίς διεσώθη διά της θαυμασίας επισκιάσεως της Παναγίας της Λημνιάς.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Έχω κ' εγώ τους άλλους· έχω μάλιστα και όλους τους λιμένας όπου θα φυσούν, και όλα τα σημεία όθεν έρχονται, και όσα έχει η χάρτα των θαλασσινών, θα τον αποστεγνώσω 'σαν το άχυρο. — Ο ύπνος, νύκτα 'μέρα, δεν θα έρχεταιτην κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του· ωσάν αφωρισμένος άνθρωπος θα ζη· εννηά φοραίς εννέα επταήμερα θα λυόνη, θα στραγγίζη, θα μαραίνεται!

ΟΦΗΛΙΑ Μάλιστα, η Ευγενία σου. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω Θεέ μου, μόνον δια να σε διασκεδάσω. Τι άλλο μένει παρά να ήμεθα καλοκαρδισμένοι; δεν βλέπεις πόσο ιλαρή δείχνεται η μητέρα μου, και δεν επέρασαν δύο ώραις αφού απέθανε ο πατέρας μου; ΟΦΗΛΙΑ Όχι, Κύριέ μου δύο φοραίς δύο μήνες. ΑΜΛΕΤΟΣ Τόσος καιρός; Τότε λοιπόν ας αφήσωμε τον διάβολον να μαυροφορή κ' εγώ θα λαμπροφορέσω.

Οκτώ χρόνια, δέκα έξ μπακλαβάδες, εικοσιτέσσαρες σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω από σαράντα κότταις και πήτταις. Και ποιος τα λυπείται αυτά; Μόνον εκατό φοραίς πείσματα, κακιώματα. Πότε με την μίαν αρραβωνιαστικήν τα εχαλνούσε, πότε με την άλλην. Κατ' αρχάς είχε δώσει σημάδια εις την άλλην. Ύστερον τα εχάλασε κ' «έδεσε πανδρειαίς» μ' αυτήν.

Εις εκείνα τα μέρη όπου βόσκεις είνε πολύ παράμερα; Δεν πατούν άνθρωποι εκεί; — Δεν πατούν, αφέντη. — Λοιπόν αυτάς τας ημέρας εύρες κανένα άνθρωπον εκεί; — Ναι. — Και τι άνθρωπος ήτον; — Αν ήτον άνθρωπος, μου εφάνη πολύ άγριος, αφέντη. — Τον είδες μίαν φοράν μόνον; — Τον είδα δύο φοραίς. — Ημέραν ή νύκτα; — Νύχτα και μέρα. — Και ήτον μόνος του;

Έχε ‘ς τον φούρνον Αγγελική, το 'μάτι σου· κι’ όλον τ’ αυγόν' ς την πήταν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ν' αφήσης τα νοικοκυριά και πήγαινε ‘ς το στρώμα· φοβούμαι μήπως αύριον με το νυκτέρι τούτο θα ήσαι άρρωστος. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εγώ; καθόλου. Να η ώρα! Πολλαίς φοραίς 'ξενύκτησα, και όχι διά τόσον, και δεν αρρώστησα ποτέ.

Ουχί βεβαίως άψογον κατά την γλώσσαν και την στιχουργίαν, αλλ' απαράμιλλον κατά πατριωτικόν αίσθημα, φαίνεται ημίν και το κατωτέρω απόσπασμα εκ του αυτού ποιήματος: Πόσαις φοραίς από μακράν ανήλικο παιδάκι, Με δακρυσμένο βλέφαρο, μ' απόκρυφην ελπίδα, Ο δύστυχος εκύτταξα την καταχνιά του Πίνδου Μου εφαίνετο πως ήτανε καπνός από τουφέκι Κ' επρόσμενα, κ' επρόσμενα ν' ακούσω τη βοή του!

Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια, Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της, Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της, Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα, Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο· Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ, Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα, Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν