United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς.

Νομίζω πως σ' εγνώρισα, κι' αυτόν πως τον γνωρίζω, αλλάδεν είμαι βέβαιος· διότι δεν ηξεύρω διόλου πού ευρίσκομαι· και ούτε καν 'θυμούμαι αυτά μου τα φορέματα πώς τα φορώ· και ούτε απόψε πού επέρασα την νύκτα δεν ηξεύρω. — Μη με γελάσετε, αλλά.. μη με ειπήτε άνδρα, αν τώρα δεν μου φαίνεται αυτή εδώ η νέα ότ' είν' η Κορδηλία μου! ΚΟΡΔ. Ναι! είμ' εγώ, πατέρα, εγώ, εγώ!

Το τρίτον, ήσαν διάφορα είδη αρωματικά ευωδέστατα και πολύτιμα· και τελευταίον ήτο μία σκλάβα κορασίδα, της οποίας η ωραιότης και τα κάλλη ήσαν ασύγκριτα και υπερθαύμαστα, και τα φορέματα ήσαν όλα πεποικιλμένα με πολύτιμα πετράδια και μαργαρίτας.

Ο γέρων ευθύς που εμβήκεν ωμίλησε κρυφά ενός σκλάβου του, ο οποίος ύστερον από ολίγον εγύρισε με ένα πραγματευτήν που είχεν εις ένα μποχτζά διάφορα φορέματα ανδρίκια και γυναίκια.

Και εκεί που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια, ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους αστέρας.

Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην. — Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν! Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.

Εκείνος όστις έχει πολλά τοιαύτα δέρματα φημίζεται ως ανδρειότατος. Πολλοί κατασκευάζουσιν εκ των δερμάτων φορέματα και τα ράπτουσιν ως τα ποιμενικά ενδύματα. Πολλοί δε άλλοι, αφού εκδείρωσι τας δεξιάς χείρας των φονευθέντων εχθρών ομού με τους όνυχας, περικαλύπτουσι δι' αυτών τας φαρέτρας των. Είναι δε το δέρμα του ανθρώπου και παχύ και λαμπρόν, και σχεδόν εξ όλων των δερμάτων το μάλλον λευκόν.

Ώ, που με της εφτάφωνης κιθάρας το άψυχο το κέρας τραγουδάς τους ύμνους τους αρμονικούς στης μούσες, γυιέ της Λητούς! σε σένα θα μιλήσω: ήλθεςεμέ με τα χρυσά μαλλιά σου αστράφτοντας, όταν εγώ τα στήθια εστόλιζα με κίτρινα λουλούδια, όμοια με τα χρυσά φορέματά μου.

Ο Αργέστης ήστραπτεν ασθενών από καιρού εις καιρόν. Ο Σκούντας προσεπάθει να κρύπτη το πρόσωπον. Η καταιγίς προηγγέλλετο. Ψεκάδες τινές όμβρου είχον αρχίσει να πίπτωσιν. Η Αϊμά ησθάνετο το μέτωπόν της υγραινόμενον και το ψύχος διεπέρα τα φορέματά της. Ο Σκούντας την ωδήγησεν προς το μέρος της κοιλάδος, όπου ήλπιζε να εύρη μέρος τι υπήνεμον, ίνα μείνωσι μέχρι της πρωίας.

Είχε κ' ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακρυά- μακρυά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά- υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαυσαν.