United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήτον χθες, ο γέρο- Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις το ύπαιθρον.

Είχες συχνά ένα καλό βιβλίο, και πολύ σπανίως κατώρθωνες να διαβάζης λίγο. Η σχέσις με εκείνη την ωραία ψυχή δεν ήτο κάτι πλέον παρά το παν; Την όμορφη, τη γλυκειά, φαιδρά και πάντοτε δραστηρία γυναίκα! Ο Θεός γνωρίζει τα δάκρυά μου, με τα οποία συχνά εγονάτιζα στο κρεββάτι μου μπροστά του ευχομένη να με κάμη ομοίαν της.

Καθ' οδόν διήλθον πλησίον της μονήρους συκής ήτις δεν ήτο πλέον φαιδρά με το ψευδές κόσμημα των φύλλων της αλλά απεξηραμμένη από του κορμού μέχρι των κλάδων.

Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη, κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα έπαιρνε νύμφηνταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας, αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσετην Δία. 325

Ο Πλήθων αυτομάτως ήνοιξε τους οφθαλμούς, ως τω είχεν ειπεί η Νύμφη, και είδε φαεινάς όψεις υπερφυείς, αστραπομόρφων ανδρών και γυναικών διερχομένων ενώπιον αυτού. Ο ηγέτης του θιάσου ήτο περικαλλής και λαμπρός νεανίας. Εκράτει χρυσήν λύραν εν τη δεξιά, και η όψις του ήτο φαιδρά και εξαισία. Ήτο ο Φοίβος Απόλλων. Είμαι ο Φοίβος Απόλλων.

Ωμίλησα με την θείαν μου και δεν την ηύρα καθόλου κακήν γυναίκα, ως μας την παριστάνουν· είναι φαιδρά και οξύθυμη γυναίκα με καλλίστην καρδίαν.

Πόσον κατά την ομιλίαν εγοητευόμουν από τα μαύρα της μάτια! πόσον τα ρόδινά της χείλη και τα φαιδρά δροσερά μαγουλά της εφείλκυαν ολόκληρον την ψυχήν μου! πόσον, όλως βυθισμένος εις το λαμπρόν νόημα των λόγων της, συχνάκις δεν άκουα καθόλου τας λέξεις, διά των οποίων εξεφράζετο! — Περί τούτου έχεις ήδη μίαν ιδέαν, διότι με γνωρίζεις.

Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα!

Υποθέτω ότι, όταν ο ήλιος φωτίζη τους περικλείοντας τον κόλπον εκείνον υψηλούς λόφους και την αναμεταξύ αυτών κοιλάδα, η άποψις εκ της θαλάσσης είναι φαιδρά και χαρίεσσα.

Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.