United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας χωριάτης κοντακιανός, χλωμός και κατακίτρινος κι αυτός, σέρνοντας τα τρύπια τσαρούχια του, χωρίς σκάλτσες, με τα φαρδειά λερά και μισοφαγωμένα βρακιά του, χυτά κάτω απ' τη λερή φουστανέλλα του, με την καταξεσχισμένη μικρή μαύρη σκούφια του απάνω στ' άφθονα μαλλιά του, που κυμάτιζαν άγρια, και δένουνταν σ' άγριο ασπρόμαυρο κύμα με τα ψαρά γένεια του και τα μουστάκια του, σύρθηκε κι αυτός στο πλάι της γυναίκας του, αμίλητος, φοβισμένος, στενοχωρημένος που βρίσκουνταν σε τόσο κόσμο.

Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.

Χέρια και κεφάλι, λαιμός και στήθη κατάζαρκα, μ' ένα μαύρο κι ηλιοκαμμένο δέρμα, με τρύπια γουρνοτσάρουχα στα πόδια. — Για σου καλόπαιδο, μουρμούρισαν κι οι δυο. — Από πού, ώρα καλή, γέροντα; — Η γριά ακούμπησε στο σακκί της λαχανιάζοντας ακόμα από το δρόμο, ο γέρος αποκρίθηκε ξέψυχα: — Απ' το μύλο και στο χωριό, παιδί μου. Αλέσαμε λίγο καλαμπόκι.

ΛΗΡ Εσείς, ξεγυμνωμένοι, εσείς, πτωχοί ελεεινοί, που τ' άσπλαγχνα Στοιχεία σας δέρνουν τώρ' αλύπητα, πώς θα σας προφυλάξουν απ' τον ανεμοστρόβιλον τα τρύπια σας κουρέλια, τα πεινασμένα σας πλευρά, τ' ασκέπαστα κεφάλια; Ω! Δι' αυτά προτίτερα μου έμελλε ολίγον Πιέ το και συ το ιατρικόν, εσύ, Μεγαλειότης, — τα όσα πάσχουν οι πτωχοί και συ δοκίμασέ τα, διά να ρίχνης εις αυτούς τα περισσεύματά σου, και να ιδούντον ουρανόν κι' αυτοί δικαιοσύνην!

Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας, οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν όλον το χωρίον αλησμόνητον.

Η γραία εισήλθε κρατούσα καλάθιον υπό τον αγκώνα, κ' έχουσα την μαύρην φουστάναν της περασμένην υπό κάτω εις το χερούλι του καλαθιού, φορούσα μόνον επάνω της το κοντόν, παλαιόν, ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εις τους δακτύλους και τας πτέρνας, και ξυπόλητη.

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Ο Bottom είναι με τα σπιτικά του, ο Lysander ξεχωρίζει από τον Oberon με την Αθηναϊκή στολή που φοράει και ο Launce έχει τρύπια τα παπούτσια του· Η Δούκισσα του Gloucester είναι τυλιγμένη σε άσπρο σεντόνι κι ο άντρας της στέκει πίσω της ντυμένος στα μαύρα.