Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Θα ωρκιζόμουν ότι έγραψε ολόκληρο το ποίημα σε στίχους όσο το δυνατόν πειο όμοιους με τους στίχους του Μπερούλ, για να τους μεταφράση έπειτα στην μοντέρνα Γαλλική με όση επιμέλεια το είχε κάμει για τους τρεις χιλιάδες διατηρημένους στίχους.
Τo φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα: ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο- ίδιο μάτι πούχει κλάψει Κ’ η Λιόλια; Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. . και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της-χωρίς κανείς να την προσέχη. . . Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα με δυο παππάδες κ' έναν ψάλτη: ήρθε κ' ένας άλλος, αψηλός και ξερακιανός σαν τσίρος, μ' ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν τόσες γυναίκες στο λείψανο!
Θέλεις εσύ το λοιπόν να γένης ένας από τους συναδέλφους μου; και αν ποθής, πηγαίνομεν ευθύς εις την χώραν Μπόστην, διά να εύρωμεν άλλους δύο συντρόφους μου που είναι εκεί να ανταμωθώμεν, διά να σε βάλλωμεν εις τον αριθμόν μας. Με όλον που εκείνος ο Φακύρης με τα λόγιά του μου έδωσε να καταλάβω, ότι οι δυο του συντρόφοι και αυτός ήτον τρείς άσωτοι, δεν απέβαλα το να ανταμωθώ με αυτούς.
Ο Αυγουστίνος και ο Χρυσόστομος λέγουν ότι ήσαν δώδεκα, αλλ' η κοινή πεποίθησις, η προκύπτουσα πιθανώς εκ του τριπλού δώρου, είνε ότι ήσαν τρεις μόνον. Ο Βεδ μάλιστα, άγγλος μοναχός και ιστορικός, ακμάσας κατά τον 7ον αιώνα μ. Χ., μας δίδει λεπτομερείας διά τα ονόματά των, την πατρίδα των, το πρόσωπόν των. Ωνομάζοντο Μελχίωρ, Γάσπαρος και Βαλθάσαρ.
Είνε αληθές ότι είχον ευπορίαν αγροτικήν και μικρόν κατά μικρόν ηγχιστεύθησαν με τους εντοπίους, συνεχωνεύθησαν, κ' έλειψεν εκείθεν τ' όνομα των Κανταραίων. Ο Γιάννης προσεκολλήθη το πρώτον, ως κοπέλλι, πλησίον του γέρο- Στριαριώτη, ενός γεωργοκτηματίου, εθήτευσεν, εδούλευσεν, έκαμε κλέμματα και αρπάγματα. Εδούλευε διά τρεις, έτρωγε μόνον δι' ενάμισυ και ήτο πολύ προκομμένος.
μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι και βροντερή του αντήχησε η λαλιά— καθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι, όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά. «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς; μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθος;» Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις
Τα νέφη ταύτα μένουσι μετέωρα επί τρεις ώρας, όσον δηλ. διαρκεί ο βίος των αποτελούντων ταύτα ζωυφίων, περί δε την δύσιν της μόνης αυτών ημέρας τα πτώματα αυτών αρχίζουσι να καταπίπτωσιν ως μικραί νιφάδες χιόνος, τας οποίας καταπίνουσιν απλήστως οι ιχθύες. Τα εφήμερα ουδέποτε αναπαύονται, αλλ' η ζωή αυτών συνοψίζεται εις έν μόνον τρίωρον ή τετράωρον πτερύγισμα.
Ναι, Κορολίνα! γιατί να το σιωπήσω; Πρέπει ένας από τους τρεις μας να εξαφανισθή και αυτός θα είμαι εγώ!
Η πόλις η οποία θέλει πέμψη επικουρίας, οφείλει να παρέχη και τρόφιμα επί τριάκοντα ημέρας από της στιγμής πού ο στρατός εισέλθη εις την χώραν της πόλεως εκείνης, η οποία ήθελε ζητήση την βοήθειαν, το αυτό δε και όταν ο στρατός αναχωρήση· εάν η διαμονή του στρατού παραταθή, η ζητήσασα αυτόν πόλις θέλει δίδη ως σιτηρέσιον, εις έκαστον μεν οπλίτην, και ψιλόν, και πελταστήν, τρεις οβολούς της Αιγίνης καθ' ημέραν, εις έκαστον δε ιππέα μίαν δραχμήν της Αιγίνης.
Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν