United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ συνήθως άλλος εργαλειός χρησιμεύει διά τα πολύ χονδρά μάλλινα υφάσματα, και άλλος διά τα ελαφρά μεταξωτά, εκείνη με τον ιδικόν της κατώρθωνε να κατασκευάζη εις την εντέλειαν όλων των ειδών τα υφάσματα, τα λεπτότερα και τα δυσκολώτερα. Αν και είχε πολλούς εγγονούς η κυρά Διαμάντω, εγγονάς είχε τρεις μόνον· μίαν από κάθε υιόν της.

Είταν ο Ανθέμιος από τους πρώτους αρχιμαστόρους της εποχής του και φημισμένο το σόγι του από δυο τρεις άξιους και προκομμένους του αδερφούς.

Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως την οκά, και δεν γελιέται. — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.

Βασανιζόμενος λοιπόν υπό του έρωτος και μη δυνάμενος να τον ικανοποιήση ο Κινύρας εσκέφθη ν' αρπάση την Ελένην και να φύγη. Ήτο δε και αυτή σύμφωνος να καταφύγουν εις μίαν των παρακειμένων νήσων, εις την Φελώ ή εις την Τυρόεσσαν. Είχον δε προσλάβει συνωμότας εις τα σχέδια των τρεις εκ των συντρόφων μου τους πλέον αποφασιστικούς.

Εκεί την έπιασαν, της έφραξαν το στόμα, την έρριξαν σ' ένα αμάξι, την επήγαν εις το βρωμόσπιτο μιανής Κέρας Βασιλικής, την ατίμασαν, την εβασάνισαν όλη νύκτα και την άφισαν εκεί αναίσθητη και μισαποθαμμένη. Τον Μεϊντανό τον έκρυπτεν ο βουλευτής τρεις ημέρες εις το υπόγειο του σπητιού του, έπειτα τον έκαμε να δραπετέψη. — Αυτά, του είπα, είνε πράγματα πού ακολουθούν κάθε μέρα.

Τρεις εκ των μαθητών έμελλον να Τον ίδωσιν αμέσως μεταμορφούμενον· όλοι εκτός ενός έμελλον να γείνωσι μάρτυρες της αναστάσεώς Του· είς τουλάχιστον, ο ηγαπημένος μαθητής, έμελλε να επιζήση τη αλώσει της Ιερουσαλήμ και τη καταστροφή του Ναού, τα οποία θα καθίστων αδύνατον πάσαν κατά γράμμα πλήρωσιν του Μωσαϊκού νόμου.

Συγχρόνως τρεις άνδρες μαυρισμένον το πρόσωπον έχοντες, ημίγυμνοι, κατησβολωμένοι, κρατούντες σφύρας και πυράγρας εισέβαλον κατόπιν της νέας κόρης εις το καπηλείον κράζοντες·Τζάνουμ! Πιάστε την! Πιάστε την, για το Θεό!... Καπνοί και σκωρίαι. Όπως διηγηθώμεν τι συνέβη, ανάγκη μικράς αναδρομής εις το παρελθόν.

Την χαϊδεύει σα χνούδι η άχνα του τσαγιού κι' η κνίσσα της ροδαλής μπριζόλας.. Θέλεις και τη μαγειρική τώρα; — Στην κουζίνα μας, ένας σωλήνας ατμός, ένας σωλήνας νερό, μια ξύλινη μεγάλη κουτάλα, κόχλασμα παχύ, και το συσσίτιο έβρασε. Η διανομή είναι πιο απλή ακόμα: Μια κουταλιά τρεις μερίδες. Δυο κουταλιές εφτά μερίδες.

Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις άλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν να σύρωσι δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το καφενείον, και μετ' ολίγα λεπτά οι προσήλωτοι αντί να αυξήσωσιν ωλιγόστευαν, διότι ο είς επροφασίζετο ότι «θέλει να πάη ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να πης κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος εξεκλέπτετο χωρίς να είπη τίποτε κ' έφευγεν από την άλλην πόρταν, διότι το καφενείον είχε δύο θύρας, την μίαν προς την αγοράν, την άλλην προς την συνοικίαν.

Αυτές πρέπει να είνε η εγγονές της Αγάλλαινας και της συμπεθέρας της, της Μωσκαδώς. Είνε Κυριακή, και γι' αυτό φορούν άσπρα φουστανάκια. Είνε όλες καλοκαμωμένα κορίτσια, ώμορφο σόι, επέφερεν ο Νικολός. Άμα μας είδαν, αι τρεις κορασίδες εκοντοστάθηκαν, και δεν εβάδιζαν ούτ' εμπρός ούτ' οπίσω. Εκρατούσαν κανατάκια εις τας χείρας των.