Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ο δυστυχής νέος δεν είχεν εννοήσει την παραγγελίαν του πρώτου των Γύφτων, και έμενεν αδρανής, προσπαθών να παρηγορήση την μητέρα του, ήτις έκλαιε καθ' εκάστην πρωίαν την στέρησιν του συζύγου. Την νύκτα εκείνην ο Πρωτόγυφτος ιδών το θυελλώδες του καιρού, ετόλμησε να ζητήση φιλοξενίαν παρά του Τρέκλα.

Αλλ' επί μακρά έτη ουδέν βιβλίον είχεν αναγνώσει, και ελησμόνησε τα στοιχειώδη εκείνα μαθήματα. Τη ήλθε προς στιγμήν η ιδέα να ερωτήση τον Τρέκλαν αν είξευρεν ανάγνωσιν και να διαβιβάση διά του αυτού μέσου το γράμμα προς αυτόν, όπως τη το αναγνώση. Αλλ' απετράπη το μεν ένεκα της ανυπομονησίας του Τρέκλα όπως απέλθη, το δε εκ της επιθυμίας ην είχε ναναγνώση μόνη της την επιστολήν.

Καθ' ην στιγμήν ανήφθη επί μίαν στιγμήν η δας, η κόρη είχεν ιδεί ακαριαίως το πρόσωπον του Τρέκλα φωτισθέν, και πάλιν το σκότος επανήλθεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος είχεν εστραμμένα προς αυτήν τα νώτα, αλλ' όμως και πάλιν τον είδεν εκ πλαγίου, και τη εφάνη ότι δεν ήτο ο Μάχτος.

Εφάνη δε άνθρωπος ραιβοσκελής, δυσκόλως βαδίζων, σύρων επιπόνως τον αριστερόν πόδα παρά τον δεξιόν. Ο Θευδάς τον ανεγνώρισε. — Τρέκλα, φίλε μου, είπε, συ είσαι λοιπόν; — Εγώ, απήντησε πνευστιών ο έχων το όνομα Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ; — Μ' εστείλανε. — Ποιος; — Αυταίς η καλογρηαίς, είπε μυκτηρίζων ο Τρέκλας. Η φωνή του δε ήτο έρρινος. — Σένα βρέθηκαν να στείλουν; είπε μετ' οίκτου ο Θευδάς.

Αύται εποίκιλλον εφ' απάσης της διατονικής κλίμακος των αισθημάτων, από της σκληροτάτης τραχύτητος μέχρι της μαλακωτάτης τρυφερότητος. Ως χαρακτήρ ο Χόμο ήξιζεν αναμφιβόλως κάτι πλειότερον του Τρέκλα, αλλ' όμως δεν εξετιμάτο κατά την αξίαν του. Ο Χόμο ησθάνετο άκραν αφοσίωσιν προς πάντας τους κυρίους του, και είχε πολλούς και πολλάς, έλειχε δε τας ποδιάς όλων.

Ο Χόμο παρηκολούθει εκβάλλων σφοδρούς γαυγισμούς. — Ποίος είσαι; είπεν ο ξένος, αφού μετ' ολίγους διασκελισμούς έφθασεν εις το λίκνον του Τρέκλα. Ούτος δε, μη έχων άλλο καταφύγιον, παρεκάλει ήδη την Αγίαν Περπέτουαν να κάμη το θαύμα της, και να τον αποκρύψη από των όψεων του ξένου. Εν τω μεταξύ υπεκρίνετο ότι ήτο νεκρός, και εγκορδυληθείς μέχρι της κορυφής συνείχε την αναπνοήν και έμενεν ακίνητος.

Εν τούτοις κατώρθωσε τώρα να εισαγάγη διά της οπής τα δύο τεμάχια. Η Αϊμά τα ήρπασεν. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης διά τον Μάχτον; ηρώτησεν ο Τρέκλας. Η Αϊμά δεν ήκουσεν. Έρριψε το βλέμμα επί της επιστολής. Αλλά δεν ηδύνατο να την αναγνώση. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης; επανέλαβεν η φωνή του Τρέκλα. Εγώ θα φύγω τώρα.

Άπαξ όμως είχεν οργισθή πολύ, και απεφάσισεν αντί πάσης θυσίας να τον φθάση. Έρριψε ρόπαλόν τι κατόπιν του, αλλ' ο Χόμο υπερεπήδησε τον ρύακα και έφυγεν. Ο Τρέκλας έτρεχε κατόπιν του, και προσεποιείτο ότι έχει να τω δώση έν κόκκαλον. Αλλ' ο Χόμο δεν ηπατάτο ευκόλως. Ενόει καλώς ότι ο σκοπός του Τρέκλα ήτο εχθρικός.

Αλλά το μέρος εκείνο ήτο αόρατον από ατραπού και ουδείς ουδέν ηδύνατο να υποπτεύση. Την επαύριον περί την μεσημβρίαν, ότε ο Τρέκλας διετάχθη να υπάγη εις το άντρον του Πλήθωνος, όπως κομίση την είδησιν περί της αποδράσεως της Αϊμάς εκ του μοναστηρίου, ουδέν ίχνος της νυκτερινής πάλης, πλην αμυχών τινων, εφαίνετο επί του προσώπου του Τρέκλα.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν