Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει. ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.
Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας! Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας: — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μώκανες!
Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον με όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον.
Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω.
Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά περιέργειαν, παρά δι' άλλο.
Εφοβούμουν μη με συχαθή και η γυναίκα μου. Αυτή όμως δεν εσυλλογίζουνταν τώρα άλλο, παρά ψωμί για τα παιδιά της και μ' εβίαζε να δεχθώ. Τον πρώτο καιρό υπόφερα πολύ. Σκάπτοντας τη μαύρη εκείνη γη του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόκκαλα και σάπια σανίδια, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ το κόκκινο χώμα του βουνού μου, που μύριζε θυμάρι, τες ρωδιές, το κοτέτσι, τα γουρούνια και τ' άλλα πού ήτανε όλα δικά μου.
Με το βαρύ της το βοητό οπού τες σχίζει γλείφτει Και τα χοντρά τα σύδαυλα, με την πνογά του ανέμου Που σκάει 'ς το καταρρύχωμα κι' ανατρανίζει η στρέχα, Που ξερριζώνει τα δεντρά, μαντεύονται η κοπέλλες. Για εμάς μαντεύονται, παιδιά, για εμάς αναρωτούνε Τ' άγρια τ' ανήμερα στοιχειά, για εμάς τάματα κάνουν, Για εμάς χτυπά η καρδούλα τους.
Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά, που γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, όψη, που εξυψόνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι' από τα φοβερά κι' ακατάπαυτα γαυγίσματα των σκυλλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά τέτοιο θέαμα.
Ο γέρων που ήτον φυσικά συμπαθής εις τες δυστυχίες του πλησίον του, έλαβε σπλάγχνος προς αυτούς, και τους εκάλεσε να έλθουν να σταθούν εις το σπήτι του με αυτόν. Ο Χάνης τον ευχαρίστησε διά την ευσπλαγχνίαν που τους έδειχνε. Και ούτως όλους ομού ο γέρων τους έφερεν εις το σπήτι του, το οποίον ήτο μία μικρά κατοικία, και πολλά ταπεινά στολισμένη, μα όλα έστεκαν εις καλήν τάξιν.
Μου ήλθεν επιθυμία να τον ιδώ, και ευρίσκοντάς τον πλέον χαριτωμένον από εκείνο που άκουα, τον επήρα εις τόσην υπόληψιν, που τον έκαμα ένα από τους της αυλής μου, διά να τον έχω πάντα κοντά μου, να με ευφραίνη με τες διήγησές του και με τες μεσελέδες του, ο οποίος ήτον πολλά πρακτικός από όλα τα πράγματα του κόσμου· επειδή και με όλον που ήτον νέος είχε περιπατήσει πολύν κόσμον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν