United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.

Εσύ καλά ήσουν μια βολά με τ' άστρα ερωτεμένη, Με τα ρουμάνια, τα βουνά, τους κάμπους, τες βρυσούλες, Με τα λουλούδια, τα πουλιά, τα γρέκια, τα γαλάρια, Με την ξανθούλα ανατολή, με το ροδάτο δύσμα, Με τούτη την Πεντάμορφη οπού τη λένε Πλάση.

Εμβήκα λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το Σουράτ, και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν.

Εδώ κοίτεται ο αδελφός σου, — άξιζε τάχα περισσότερο από το χώμα που κοίτεται, ανίσως αυτός ήταν εκείνο που φαίνεται; με τούτο το πιστό σίδερο, τρία δάκτυλα μέσα, εγώ του στρώνω το κρεββάτι για πάντα, ενώ εσύ, αν έκανες το ίδιο, στην αιώνια τύφλα θα έμπαζες το μουχλιασμένο εκείνο γεροντάκι με τες φρόνιμες νουθεσίες, να μην τον έχουμε να μας κατακραίνη.

Για την Αμαρυλλίδα μου θα 'πώ ένα τραγουδάκι κ' οι γίδες βόσκουν στο βουνό κι ο Τίτυρος τις βόσκει. Βόσκε τις γίδες, Τίτυρε, και φέρε τες στο ρέμμα κ' έχε το νου στο Λιβυκό και στο βαρβάτο τράγο, τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να μη σε κουτουλήση. Πώς δεν προβάλλεις στη σπηληά να με καλέσης νάρθω; Μ' εχθρεύεσαι το δύστυχο, γλυκειά μου Αμαρυλλίδα, ή μήπως τάχα από κοντά με βρίσκεις πλατομύτη;

Εχάρηκα εις αυτό το συναπάντημα, και συντροφιασμένος με αυτόν, εφθάσαμεν εις το Μπαγδάτ, και εμβαίνοντας από την πόρταν, αυτός επήγεν εκεί που είχε την δουλειάν του, και εγώ επήγα εις ένα μετζίτι, και εσταμάτησα εκεί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα, εντρεπόμενος να έβγω εις τέτοιαν κατάστασιν εις τες στράτες, φοβούμενος διά να μη συναπαντήσω κανένα, από το Μουσούλ, που να με γνωρίζη.

Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας ενεργούσαν θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την βεβαιότητα.

Και εις το αναμεταξύ που αυτός μου ετοίμαζε τον λάκκον, εγώ ήλθα ολίγον εις τες αίσθησές μου και άρχισα να οδύρωμαι και να του ζητώ να μου αφήση την ζωήν μα αυτός ο βάρβαρος, αντίς να λάβη σπλάγχνος εις τα παράπονά μου, ηθέλησε διά περισσοτέραν παιδείαν μου να με θάψη και ζωντανήν· και η τύχη μου εξαπέστειλεν εσένα διά να με ελευθερώσης.

Ξερκά όμως, δίχως νερό τα καϋμένα τα σπαρτά, μπροστέλευαν εδώ κ' εκεί ανάριες τες λυγνές καλαμιές τους με τ' αχαμνά στάχια, κ' έγερναν καταμεριά τες μαραμένες τους φούντες λυπητερά, σαν κεφάλια παραπονεμένων ραγιάδων.

Η δε βασιλοπούλα είπεν· ετούτη η ιστορία μου άρεσε κατά πολλά· μα ακόμη δεν είμαι καταπεισμένη πως οι άνδρες είνε τόσον πιστοί προς τες αγαπητικές των και τες γυναίκες των. Ο Αμπτούλ ολίγον έλειψεν, που να κλίνη εις την θέλησιν της θυγατρός του βεζύρη, αλησμονώντας καθολικά τον πόνον της Δαρδανές, και εγώ τούτον δεν τον στοχάζομαι τόσον πιστόν, ως μου τον επαινάτε.