United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.

Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ. Και το καπέλλον εξηκολούθησεν: — Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και ευτυχεστέρα. Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός στεναγμού.

Αν η «αλώπηξ αύτη» ήκουσέ ποτε τον τρόπον καθ' ον τον εχαρακτήρισεν ο Κύριος αγνοούμεν. Εν τη ζωή δεν συνηντήθησαν ειμή την πρωίαν της Σταυρώσεως, ότε ο Αντίπας εξέσπασε κατά του Ιησού τους χλευασμούς του. Αλλά νυν ο Ιησούς συνεπλήρωσε το τελευταίον έργον Του εν Γαλιλαία. Συνεκάλεσε τους οπαδούς Του, και εξ αυτών εξέλεξεν εβδομήκοντα όπως προετοιμάσωσι την οδόν Του.

Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να είναι ορατός, όπισθεν του ξυλοτοίχου, έρριπτεν ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι τουσκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. — εξύπνησε και την λεχώ, την γυναίκα του. — Τ' είναι, μάνα; — Τι να είναι! . . . Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μέσ' το ζεμπίλι! . . . είπε μετά στεναγμού η γραία. — «Και βιο λογαριάζεις;. . » συνεπλήρωσε την παροιμίαν η Αμέρσα.

Τι να είπω τώρα προς την μητέρα της, πώς να την δεχθώ ; Με ποίον βλέμμα θα την ατενίσω, αυτήν, ήτις απρόσκλητος ελθούσα εδώ συνεπλήρωσε την δυστυχίαν μου; Και όμως τι το φυσικώτερον να συνοδεύση η μήτηρ την κόρην της ερχομένην εις την χαράν του γάμου της και να παραδώση φαιδρά και ευτυχής το προσφιλές της τέκνον εις εμέ τον πατέρα του, τον κακούργον πατέρα ; Και τι θα είπω προς την κόρην μου, την ταλαίπωρον παρθένον ; Παρθένον είπα ; Αλλά μόλις έλθη εδώ θα την αρπάσει εις τας αγκάλας του ως σύζυγον ο Αδης.

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

Ήρεμος και ατάραχος ανέλαβε την γραφίδα ο ερωτευμένος ποιητής και συνεπλήρωσε φαιδρός την επιστολήν του, προσθέσας εις αυτήν τας επομένας σειράς: « . . . του οποίου η ανάγνωσις εύχομαι να σας υπενθυμίζει ενίοτε τον δωρητήν και όλως αφωσιωμένον Δημήτριον Ενταύθα.

Συγχρόνως δε τω επήλθε και ιδέα τις, ιδέα ην τω ενέπνευσεν η δειλία, υφ' ης κατείχετο. — Ναι, έτσι είνε, είπε καθ' εαυτόν. Δεν ειξεύρω τίποτε βέβαιον. Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Δεν πρέπει να της ειπώ τίποτε. Αργότερα, όταν θα μάθω. Και οπισθοδρόμησε. Κενόν τι έβλεπε και αυτός ότι είχεν ο συλλογισμός του. Συνεπλήρωσε δε την ιδέαν του ως εξής·Όχι δεν θ' αμελήσω. Ορκίζομαι να μάθω.

Ο δε Μανώλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύση: — Δε θέλω να μου λες τέτοια πράμματα, αλλοιώς ... . Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθή ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήση τον πρότερον βίον.

Η δευτέρα μας γνωριμία συνεπλήρωσε το κενόν της πρώτης, εκορύφωσε δε συγχρόνως την ευχαρίστησίν μου, διά τας οποίας μ' επεδαψίλευε φιλοφροσύνας πάντοτε, καθώς έλεγε, διά το ποιητικόν μου τάλαντον. — Ποτέ δεν έγινεν ωραιότερον ταξείδι, είπον κατ' εμαυτόν, όταν απεχωρίσθημεν.