United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε η ελπίς επέταξε διά πάντοτε, και μία απελπισία κατά το μάλλον και μάλλον οξεία εβασίλευσε θριαμβευτικώς, διότι ήμην πολύ αγανακτημένος, παρατηρήσας ότι έλειπε το μαλακόν στρώμα που τόσον επιμελώς προετοίμασα, και επί πλέον έφθασεν εις τους ρώθωνάς μου η φρικώδης και χαρακτηριστική οσμή του υγρού εδάφους. Το συμπέρασμα επεβάλλετο: δεν ήμην εις το υπόγειόν μου.

Εκεί επήγε κι' ο Μακδώφ διά να ενταμώση τον Εδουάρδον, και θερμά να τον παρακαλέση τον άξιόν του στρατηγόν Σιβάρδον να μας στείλη, ώστε μ' αυτήν την συνδρομήν, και με την προστασίαν Εκείνου, που το έργον μας θα ευλογή εξ ύψους, ν' αξιωθή καθένας μας να χαίρεται και πάλιντην τράπεζάν του την τροφήν, 'ς το στρώμα του τον ύπνον χωρίς μαχαίρια κ' αίματα εις τα συμπόσιά μας, — και νόμιμον να έχωμεν του τόπου βασιλέα χωρίς ν' ατιμαζώμεθα απ' τας τιμάς που δίδει, κι' ό,τι καθένας λαχταρεί να τ' αποκτήση πάλιν! — Αλλά ο Μάκβεθ όλ' αυτά τα επληροφορήθη, κ' εις τόσην αγανάκτησιν τον έφερε το πράγμα, ώστε προετοιμάζεται να κάμη εκστρατείαν.

Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθησαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήση, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθή.

Πολύ άσχημα, απεκρίθη η βασιλοπούλα. Δεν έκλεισα μάτι όλην την νύκτα. Δεν ηξεύρω τι είχε το κρεβάτι μου. Όπως και αν εγύριζα εις το στρώμα, μου έμβαινεν εις το σώμα μου ένας σκληρός βώλος. Είμαι όλη μελανή ακόμη! — Αμέσως τότε εκατάλαβαν ότι ήτο τω όντι αληθινή βασιλοπούλα, αφού μέσα από είκοσι στρώματα και είκοσι παπλώματα την επόνεσε το ρεβίθι.

Εντός ολίγου ολόκληρος ο στίβος εσείετο από την πυρετώδη εργασίαν των. Εν ριπή οφθαλμού μετέφεραν τα πτώματα, εκαθάρισαν το αίμα και τας ακαθαρσίας, ηυλάκωσαν, ισοπέδωσαν και εκάλυψαν την κονίστραν με άφθονον στρώμα ξηράς άμμου.

Τον Κατσαντώνη μη ξεχνάς. Κ' όλους να τους θυμάσαι, Κι' όσαις φοραίςτο στρώμα σου θα πέφτης να κοιμάσαι, 'Σ την προσευχή σου που θα λες, παιδί μου, 'ς το Θεό μας Λέγε δυο λόγια και γι' αυτούς, να ζήσουν παρακάλα Εκείνον που τους έρριξετον κόσμο για καλό μας. Έχουν να κάνουν θαύματα για μας αυτοί μεγάλα!

Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.

Την στιγμήν αυτήν της εκτελέσεως, κάποιος από την παρέαν επρόβαλλε την ιδέαν να μεταχειρισθούν και φτερά· αλλ' η ιδέα αυτή απεκρούσθη διαρρήδην από τον νάνον, ο οποίος επρόλαβε να καταδείξη εις τα οκτώ πρόσωπα με αδρά επιχειρήματα ότι το δέρμα του ουραγγουτάγκου δύναται να το απομιμηθή ακριβέστερον μεταχειριζόμενος λινόν. Συνεπώς ένα στρώμα από λινάτσα ετέθη επάνω εις το κατράμι.