Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουλίου 2025
Έξαφνα αρπάζει το παιδάκι τον στρατιώτην και τον πετά μέσα εις την φωτιάν. Δεν είπε διατί τον επέταξεν. Ίσως ο διάβολος της ταμβακοθήκης του έδωκεν αυτήν την ιδέαν. Ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ τριγύρω του, και ησθάνθη τρομεράν ζέστην αλλά δεν ήξευρε καλά καλά αν τον εζέσταινεν η φωτιά, ή η αγάπη του διά την χορεύτριαν.
Το πλοιάριον επλησίαζεν εις τον κρημνόν ο πτωχός στρατιώτης δεν ημπορούσε να το σταματήση· επλησίασεν, έφθασεν εις την άκραν, εστρεφογύρισε και εκρημνίσθη! Ο στρατιώτης ετεντώθη όσον ημπορούσεν, αλλά ούτε καν έκλεισε το μάτι του.
Την στιγμήν εκείνην οι θεράποντες ανήγγειλαν, ότι το πρόγευμα ήτο έτοιμον και ο Πετρώνιος, ενώ μετέβαινεν εις το τρίκλινον εξηκολούθησε: — Διέτρεξες επί της γης πολλά μέρη, πλην ως στρατιώτης, όστις σπεύδει προς το τέρμα της πορείας του και δεν ίσταται καθ' οδόν.
Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα. Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη. — Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του. — Δεν είναι άλλος δρόμος; — Δεν είναι. — Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης. — Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.
Ούτε του Αίαντος η επταβόειος ασπίς θα δυνηθή να περιστείλη τους ισχυρούς παλμούς της καρδίας μου· ω, ανοίξατε πλευρά μου! ανάπτυξον άπαξ, καρδία μου, δύναμιν μεγαλειτέραν από το περικλείον σε στήθος, και διάρρηξον το εύθραστον περίβλημά σου! — Σπεύσον, Έρως, σπεύσον. — Δεν είμαι πλέον στρατιώτης. Φύγετε, ω τεθραυσμένα λείψανα της πανοπλίας μου· σας έφερα εντίμως. Άφες με ολίγον.
— Ένας στρατιώτης είχεν υποψίες· θαρρείς πως δεν είνε και καταδότες; ως που να τονε πλανέσω, εγώ ξέρω τι τράβηξα! — Οι μασκαράδες! είπεν ο 'γούμενος. Γρήγορα τώρα να ξεφορτώσουμε. Πέντ' έξη μουλάρια φορτωμένα ζάχαρες και πετρέλαιο εστέκουνταν όξω.
— Δεν τον είδες; είνε πολύ καλός άνθρωπος, είπεν ο στρατιώτης. — Και κατοικεί εδώ επάνω μόνος του; επανέλαβε μετά δισταγμού ο Μάχτος. — Πώς μόνος του; έχει την οικογένειάν του. — Α, έχει γυναίκα και παιδιά; είπεν ο Μάχτος ανακουφισθείς. — Βέβαια. — Και κατοικούν επάνω εδώ; — Εννοείται. Ο Μάχτος εξέπεμψε στεναγμόν και παρηγορήθη. — Ώστε τώρα η Αϊμά θα είνε με την γυναίκα του; — Βέβαια, πιστεύω.
Και να εκφράζη την απορίαν αυτήν Έλλην στρατιώτης, καθ' ον χρόνον η Κρήτη σφαδάζει ακόμη αιματόφυρτος υπό την πτέρναν του Τούρκου και τόσοι άλλοι ομοεθνείς στενάζουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν!
Το σκυλί ξαπλώθηκε βαρειά, το αίμα του πετάχτηκε ζεστό, ζεστό. Τ' άλλα σκυλιά το ζύγωσαν βουβαμένα, το τριγύρισαν δυο τρεις φορές, κι άρχισαν να γλύφουν το αίμα του, που πότιζε τη φράχτη του κήπου του πάρεδρου. Ο στρατιώτης σφόγγισε με τη λερή φουστανέλλα του, τον ματωμένο κόπανο του όπλου του, λέγοντας: — Μια τόχω, πάει σκαστό ντιπ!...
— Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, ν' αποκρύψη την ιδιότητά του. — Και συ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρει στολήν Έλληνος εθνοφύλακος. — Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησε και ούτος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν