Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να τελειώσω από τα βάσανά μου.

Με όλον που ευρισκόμουν εις τους χαροποιούς στοχασμούς, δεν απαράτησα που να μην ενθυμηθώ τον σύντροφόν μου Φακύρην, στοχαζόμενος την θλίψιν που ημπορούσε να έχη μην ηξεύροντας το τι έγινα. Εβγήκα από το σπήτι μου διά να υπάγω να τον εύρω, και τον συναπαντώ εις μίαν στράταν και αγκαλιάζοντάς με μου λέγει.

Μα στοχαζόμενος τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι.

Εγώ βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του και στοχαζόμενος τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκονταν, που αν δεν τον υπήκουα απέθνησκεν από την θλίψιν και από την απελπισίαν του, τον επαρηγόρησα, και του έταξα να κάμω ως επεθύμει, λέγοντάς του· μην έχεις καμμίαν έγνοιαν, ω αγαπημένο μου βασιλόπουλο, διατί εγώ θέλω μιλήσει του βασιλέως του πατρός σου με άλλον τρόπον, διά να σου δώσω θέλημα να υπάγης όπου θελήσης.

Ο Καλίφης δεν είχε χορτασμόν από την όρεξιν που είχε να το θεωρή, και να αισθάνεται εκείνες τες ευωδίες· και ευθύς επήρεν από έμπροσθέν του εκείνο το δένδρον, και ο Καλίφης έμεινε συγχισμένος που το εσήκωσεν έτσι ογλήγορα, εις καιρόν που είχε την ευχαρίστησιν να το θεωρή, και στοχαζόμενος έλεγεν· άρα γε να εφοβήθη να μη του το ζητήσω να μου το χαρίση και το εσήκωσεν, και αφ' ότι βλέπω τούτος είναι ένας άνθρωπος, που δεν ειξεύρει την διάκρισιν και την ευγένειαν, καθώς το εστοχαζόμουν.

Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα διά να παρηγορούνται.

Εγώ στοχαζόμενος πως ήτον αδύνατον να την πάρω χωρίς να εξυπνήση, απεφάσισα και της έκοψα το κεφάλι με το σπαθί μου, και έφερα την σακκούλαν εις την αδελφήν της, της οποίας της εδιηγήθηκα το ό,τι έκαμα, και έμεινε εκστατική εις την αποκοτίαν μου, χωρίς να κλαύση τον θάνατον της αδελφής της.

Αφού έτσι εγλύτωσα εις το νησί έπεσα επάνω εις την άμμον, ωσάν νεκρός ακίνητος και επέρασα όλην την νύκτα εις το περιγιάλι, μέρος κοιμώμενος και μέρος στοχαζόμενος τας νέας μου δυστυχίας που έμελλον να υποφέρω, μην ηξεύροντας ακόμη τι τέλος έχω να λάβω όντας έρημος, γυμνός και εστερημένος από όλα, εις βαθμόν που εστοχαζόμουν εναντίον εις την ζωήν μου, ήγουν να γένω φονεύς του εαυτού μου, διά να ελευθερωθώ από τας τοσαύτας δυστυχίας, που συνεχώς με εκαταδίωκον.

Όταν λοιπόν ανεχώρησαν εκείναι, εγώ διά να περιδιαβάσω άνοιξα όλας εκείνας τας θύρας και είδα πράγματα ανεκδιήγητα· τέλος πάντων η τυφλή μου περιέργεια με εκίνησε να ανοίξω και την χρυσήν θύραν· σιμά εις τους πολυτίμους θησαυρούς και αξιοθαύμαστα πετράδια εύρον και ένα ωραιότατον άλογον, μαύρον το χρώμα· το έσυρα έξω εις την αυλήν και το εκαβαλλίκευσα με μεγάλην χαράν στοχαζόμενος ότι εις το εξής εκείνον θα είναι η ξεφάντωσις και περιδιάβασίς μου· το εκτύπησα διά να κινηθή και αυτό μένει ακίνητον· αλλ' όταν εκτύπησα και δεύτερον και τρίτον, άνοιξε κάποια πτερά και επέταξεν εις τον αέρα υψηλά με τόσην ορμήν, που εγώ από τον φόβον μου εχάθην.

Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και στοχαζόμενος ότι θα ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα ότι ανέπνεεν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν