Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε, Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανετο χωριό μας. Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλατην εκκλησιά, παιδί μου. Και καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου.

Η εύμορφος ως παράδεισος, η περίφρακτος ως ποίμνη, η συμμαζευμένη και συγυρισμένη ως αίθουσα, μικρά άμπελος, της οποίας τα κλήματα όλα καρποφορούντα, όλα από φαγώσιμα εκλεκτά σταφύλια, της οποίας τα φυτά ήσαν περιζήτητα εις όλην την πέριξ χώραν, αφέθη πλέον κλάρα. Άσκαφος, ακλάδευτος, ακαλλιέργητος.

Ύστερ' απ' αυτά του ευχόντανε όλα τα καλά ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη κι ο Δάφνης τούφερνε χαρίσματα κατσικάκια, τυριά, όρνιθες με τα μικρά τους, σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, μήλα με τα κλαριά τους. Ήτανε μέσα στα δώρα και κρασί μοσκάτο της Λέσβος, καλώτατο για πιόσιμο.

Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιε μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι, να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε; — Γιώργη τόνε λέμε, θεια, είπε το μεγαλείτερον κοράσιον. — Εσένα; — Δαφνώ. — Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον κοράσιον. — Ανθή. — Να ζήσετε!

Μερικές φορές μοιάζουν με στοιχειά» ξαναείπε, ενώ ο Τζατσίντο ξάπλωνε πάλι καταγής σιωπηλός. «Είδες τι μακρουλές που ήταν; Τρώνε τα άγουρα σταφύλια σαν διαβόλοι….» Ο Τζατσίντο όμως δεν μιλούσε πια.

Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Να κόβω το φθινόπωρο τα κίτρα, να τρυγώ τον Αύγουστο τα σταφύλια, να θερίζω τον θεριστή τα στάχια. Είχα πενήντα τάληρα τον χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά που είδα ζωντανή στα χέρια μου την αμοιβή.

Ο Αρχιφύλακας απομέσα, τάχα πως θα ψάξη μην έχουν μαχαίρια, άνοιγε αγριωπός τα σακούλια τους. Άνοιγε τα κοφίνια με τα σταφύλια, κ' έπαιρνε για λόγου του δυο τρία από καθεμιά τους. Καμιά φορά πρόβαλε κ' η νειόνυφη του Βεργή, πεταχτούλα και περδικωτή, η ομορφότερη αφτή στις χάρες και στα στολίδια. Άνοιξε διάπλατη την πόρτα ο Σκοπός, κι αλαφρή σαν πέρδικα, πήδησε μέσα.

Αλλοίμονο! δεν έσκαζε η προξενήτρα εκείνη που 'κανε τη μητέρα σου γυναίκα μου να γίνη! . . . Εγώ καλά περνούσα στην εξοχή που ζούσα, μένοντας μουχλιασμένος και παραμελημένος, και όπως μου κατέβαινε, με πρόβατα περίσσια, σταφύλια και μελίσσια. Τεμπέλα; α, δεν ήτανε. Τον αργαλειό εστήλωνε και το σπαθούσε το πανίμα και το παραξήλωνε!

Συνέπεσε μάλιστα να είνε πολύ ακριβά, ύστερον από τας βροχάς εις την αγοράν τα σταφύλια, ενώ τα ιδικά της, καθώς είχον ωριμάσει προφυλαγμένα κάτω από την κληματαριάν, ήσαν εξαίσια! — Γρήγορα, παππού, θα σου φέρω και ζεστό επανωφόρι, έλεγεν ευτυχής η Φωτεινή, και ό,τι άλλο χρειάζεσαι διά τον χειμώνα! Κάθε βράδυ θα πλέκω καλάθια και το πρωί θα πηγαίνω εις την αγοράν φορτωμένη.

Ο διδάσκαλος εξηπλούτο επί τινος όχθου παρά την οδόν, ακουμβών την ράχιν επί βράχου, με τα λευκά του πλατέα μανίκια, κ' εκάπνιζε το βραχύ τσιμπουκάκι του, το οποίον είχεν εις την τσέπην διά τας εξοχικάς εκδρομάς. Εφορολόγει εις βερίκοκκα, απίδια, και πρώιμα μοσχάτα σταφύλια τας φιλοτίμους οικοκυράς, τας επιστρεφούσας με τα κομψά και εύπλεκτα καλαθάκια των εκ του αγρού ή της αμπέλου.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν