United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συναπαντιώνταν μες την αραγμένη τη βαρκούλα μας, έξω από της Μορτσίλιας τη σπηλιά· την αργοσάλεβαν ανάλαφρα μες του γιαλού τον μαγικό τον κόρφο κοιμισμένη. Μας εγλυκονανούριζαν κ' εμάς μες τον ουράνιον ύπνο μας, σταμπάρι κάτω πλαγιασμένους. ...Ο γέρος μου ο χρυσός, απ ώρα ξύπνιος φαίνεται, εδόλωνε τα παραγάδια τόρα και τις πετονιές, στην πρύμη καθισμένος. Θάχαν πάρει μεσάνυχτα.

Μούγκρισε τότες σα θεριό, κι' η μάννα του στα βάθια 35 πούμενε κάτου του γιαλού, στου γέρου της πατέρα, τ' ακούει και σπάει στα κλάματα, και του γιαλού οι νεράιδες μαζέβουνται όλες γύρω της, όσες βαθιά 'ναι κάτου, 38 και γιόμισε η πλατιά σπηλιά· κι' ενώ όλες τους τα στήθια 50 χτυπούσαν, τότε αρχίνησε τα μοιρολόγια η Θέτη «Ακούστε με τη χλιβερή, νεράιδες μου αδερφούλες, για να μου ξέρτε τι καημοί τα σπλάχνα μου σπαράζουν.

Αμέσως λοιπόν ετρέξανε στις Νύμφες και στη σπηλιά· κι από εκεί στον Πάνα και στο πεύκο· ύστερα στη βαλανιδιά, όπου καθούμενοι και τα κοπάδια έβοσκαν κ' εγλυκοφιλούσαν ο ένας τον άλλο.

Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

Μα όταν ερχότανε το μεσημέρι τα μάτια τους ελιγώνονταν πια, επειδή εκείνη βλέποντας γυμνό το Δάφνη ένοιωθε ολανθισμένη την ομορφιά του κ' έλυονε· μήτε μπορούσε να του βρη κανένα ψεγάδι· κι' ο Δάφνης όταν την έβλεπε με το λαφοτόμαρο και με το πεύκινο στεφάνι να του δίνη το καρδάρι, θαρρούσε πως βλέπει καμιά από τις Νύμφες που ήτανε στη σπηλιά· και τότες αρπάζοντας το πεύκο από το κεφάλι της φορούσε το στεφάνι κι αυτός, αφού πρώτα το φιλούσε· μα κ' εκείνη έβαζε το φόρεμα του Δάφνη όταν λούζονταν κ' έμενε γυμνός αφού πρώτα το φιλούσε κι αυτή.

Και ακούει διηγούμενον τον μπάρμπα-Σταύρον το επεισόδιον της πτώσεώς του το τραγικόν. — Έπεσα μαζί με το χιόνι κάτω βαθειά. Τα έχασα. Πάει, είπα, χάθηκα. Αλλά βλέπω εκεί μια σπηλιά· εχώθηκα μέσα έως να συνέλθω. Αλλά τι με τούτο ; Έπρεπε να αναιβώ επάνω. Μα πώς να αναιβώ; Τοίχος από δω και από εκεί υψηλός· κάστρο από χιόνι· αρχίζω τότε με το κοντάρι να κάμω δρόμο.