United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδά, που δε θάχουνε πολλές δουλειές, θα περάσης καλλίτερ' απού την άλλη βολά. Κοντεύγει κιο δεκαπεντάγουστος και θα πας στη χάρη τση να παρακαλέσης.. Επειδή όσο θάμενα στο χωριό, θάτον φόβος νάρθω σε συνάφεια με την άρρωστη, η μητέρα μου σκέφθηκε, για μεγαλείτερη ασφάλεια και για νάχη το κεφάλι της ήσυχο, να με στείλη στη Μεσαρά.

Η μητέρα μου έβλεπε ότι πέτυχε να με τραβήξη από το Βαγγελιό κιότι στο πάθος του κυνηγιού η μητρική της εξουσία βρήκε καλό σύμμαχο. Αλλά για καλό και για κακό, ίσως και για να δοκιμάση το βαθμό της επιτυχίας της, σκέφθηκε και να μ' απομακρύνη ολότελα για κάμποσον καιρόν από το χωριό. Έτσι θα περνούσε κιο περισσότερος καιρός των διακοπών και να γυρίσω έπειτα στην πόλη.

Κείντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κη μάνα σου... — Ήγραφά τα, μα δεν τάπεμπα. — Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω; — Εφοβούμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τανοίξουνε. Το Βαγγελιό σκέφθηκε. — Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψης! Θα μου κάνανε μεγάλο καλό. Ίσως και να μην αρρώσταινα. — Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά. — Είμαι, παιδί μ', ακόμη. Δεν το θωρείς;

Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 «Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε μέσατο δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».

Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας. — Είνε πολλά πάνω και θα κουραστής, παιδί μου. — Μα δε λέω κεγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο. Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε.: — Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είνε καλλίτερα ο Γιωργής; — Ήκουσα πως είνε τα ίδια. Μα είντα το θες, παιδί μου, και ταναθιβάλλεις αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά 'χεις συρμένα συναφορμάς του;

Και πράγματι, όταν κανείς θυμηθή την έξοχη φιλοσοφική πραγματεία του Sanchez επάνω σ' ολάκερη την υπόθεση, δεν μπορεί να μη λυπηθή γιατί κανένας ποτέ δεν σκέφθηκε να κάνη μιαν ευθηνή και περιληπτικήν έκδοση των έργων του μεγάλου σοφιστή λύτη των προβλημάτων της συνειδήσεως.

Αν ήταν έτσι όλα τα δειλινά κι' όλη η θάλασσα, δε θ' αναλούσα λοιπόν; Σκέφθηκε. — Άνθρωπος στη θάλασσα! Ακούστηκεν έξαφνα μια φωνή βγαλμένη απ' όλο τον τρόμο και τη φρίκη του ανθρώπινου στήθους. Την ίδια στιγμή μέσα στο νου του Ρένα ζωντανέψανε σ' ένα σωρό, όλα τα επεισόδια σελίδων και μυθιστορημάτων που είχε διαβάσει.

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε: — Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα. — Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση; — Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της. Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε.

Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής. Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης. Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.

Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό. — Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.