Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Και παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των — Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι. — Αχ! στα χαμένα νερά!

Ως που τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν, Και τότες οι χοροί χαλνούν, σκορπάν οι δουλευτάδες. Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι' αποσταμένοι γέρνουν. Κ' εκεί που σβύνονται η φωτιές έρμες ανάρια ανάρια, Το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει, Ως που να σκάση ο αυγερινός, που θα ξυπνήσουν πάλι, Πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμμένον τρύγο.

Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.

Και στο τέλος, όλοι οι Έλληνες, θα συμπληρώνουν τις σπουδές τους, όχι το σκολείο των πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, αλλά στον Ε λ λ η ν ι κ ό σ τ ρ α τ ό ή σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α, ― γιατί στην ανατροφή των Ελλήνων χρειάζονται προ πάντων οι κίντυνοι, και ο πόλεμος.

ΚΡΕΟΥΣΑ Μα του πατέρα σου είσαι και όχι εκείνου πεια. ΙΩΝ Παιδί δικό του ήμουν, γιατ' ήταν σαν πατέρας. ΚΡΕΟΥΣΑ Ήσουν, μα πεια δεν είσαι, και τώρα είμαι 'γω. ΙΩΝ Συ ευσεβής δεν είσαι, εγώ ήμουν ευσεβής. ΚΡΕΟΥΣΑ Σε σκότωνα, γιατ' ήσουν στο σπίτι μου εχθρός. ΙΩΝ Εγώ δεν ήρθα με όπλα στον τόπο τον δικό σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Φωτιά ήρθες να βάλης στο σπίτι του Ερεχθέως.

Αλλά μόλις κίνησε για κάτω, είδε την άρρωστη να σηκωθή. Κιόπως ήτο ψιλόλιγνη και μαυροφορεμένη πάνω στον άσπρο βράχο, παρουσίαζε το πένθιμο σχήμα κυπαρισιού. Ο Δρακογιώργης σταμάτησε πάλι· κη άρρωστη φάνηκε σαν νάστρεφε το βλέμμα της στο γύρω θέαμα των αγαπημένω της μερώ. Έπειτα έκαμε μια χερονομία μεγάλη προς το χωριό, σα ναποχαιρετούσε.

Πιο λαμπρό. και πιο χαρούμενο πανηγύρι δε μετάγινε στη χριστιανική την Αλεξάντρεια. Κ' έτσι κάθισε πάλι στο θρόνο του ο λαοπόθητος ο Αθανάσιος. Του Ιουλιανού ως τόσο δεν του ήρθε και τόση δόξα· ως εκεί η φιλοσοφία του δεν πήγαινε. Ταράζεται από ζούλια και προστάζει να ξοριστή πάλι ο Αθανάσιος. Είναι άπρεπα κι άσοφα τα όσα έγραψε εναντίο του τότες. Ως κι «ανθρωπάκο» τον ονόμασε σ' ένα του γράμμα.

Χώστο ίσια μες στην καρδιά μου. Θυμήσου όμως το χτεσινό τάξιμό σου. Στοχάσου το τι θα είμαι σα γείνω παιδί σου. Στοχάσου πως αγόρι δικό σου δεν έχεις. Στοχάσου τι τρομερός πολεμιστής του Προφήτη γίνεται το ρωμιόπουλο, και σε τι λογής χέρια θαφήσης τη δύναμή σου όταν ο Αλλάχ σε κράξη κοντά του. Δεν άργησε να μαλακώση ο Χασάνης. Ξανακάθισε στο μιντέρι του.

Έργα που αν πρωτογραφήκανε στο λατινικό, αφού επίσημη γλώσσα είταν ακόμα η λατινική, κι ο Ιουστινιανός μήτε τονειρεύτηκε να το ρίξη αυτό το σύστημα, γλήγορα όμως, και με του ίδιου του Ιουστινιανού τη βοήθεια καθώς θα δούμε, τάκαμε δικά του το έθνος. Το καθαυτό υλικό τους δεν είτανε φυσικά μήτε του Ιουστινιανού μήτε του περίφημου του Νομικού «Αρχιτέχτονα», του Τριβωνιανού.

Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της·ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν