United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δέντρα ζερβόδεξα, λες κ' ένοιωθαν μια μυστική πνοή να τα δροσίζη, τίναζαν απάνω της τ' άνθια και τα φύλλα τους. Κάτου το πράσινο χορτάρι με το χιονάτο χαμομήλι χάδευαν τ' αρμονικά ποδάρια της. Γιατί το πάτημά τους ήταν τόσο καλόβουλο που τάκανε να μοσκοβολούν. Έν' αηδόνι απόπερα έστελνε το παιγνιδιάρικο λάλημά του, σαν εμβατήριο στην έξοδο θεϊκής συντροφιάς.

« Ήλθε καιρός να πάρωμε «'Σ την πλάτη το τουφέκι, » Και γιαταγάνιτο πλευρό, » Πιστόλιατο σελιάχι, » Και 'ςτά ποδάρια μας φτερά... » Πού ξέρουμε τι θάχη » Η μαύρη μοίρα μας γραφτά, » Ποιος 'ξέρει πού μας πλέκει

Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν.

Εφώναξε κ ο υ ά, κ ο υ ά ! και όλα της τα παιδιά έπεσαν κατόπιν της και εβούτησαν, αλλ' αμέσως αι κεφαλαί των ανέβησαν πάλιν επάνω από το νερόν, τα δε ποδάρια των εκινούντο μόνα των, και εκολυμβούσαν όλα περίφημα. Το άσχημον παπί έπεσε και εκείνο εις το νερόν και εκολυμβούσε με τα άλλα παιδιά της πάπιας. — Δεν είναι κουρκάκι, είπεν η πάπια.

Έπειτα το έβαλα εις τα ποδάριά μου και το εκαταπάτησα με πολύν θυμόν· τι κάνεις, ω Βασιλέα, η Ζιμπρούδα μου είπε φωνάζοντας· διατί μου εφόνευσες με τούτον τον τρόπον το αηδόνι μου; όταν εσύ δεν ήθελες να ξαναζήση, δεν έπρεπε να το ανακράξης εις νέαν ζωήν.

Δεν έπρεπε να βάλης συ τα ρούχα τα δικά σου; πως τα δικά μου φόρεσες και μ' άφησες φουστάνια, και μ' άφησες σαν το νεκρό, που μόνο τα στεφάνια και τα σταμνιά του λείπανε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Αλλά και η αρβύλες μου μαζύ σου ταξιδέψανε και το ραβδί. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα και γι' αυτό τα ρούχα δεν μου κλέψανε, γιατ' έσερνα, καθώς εσύ, στο χώμα τα ποδάρια, ενώ με τη μαγκούρα σου κτυπούσα τα λιθάρια.

Τέταρτος ο Αντίλοχος να παραβγεί σηκώθη, του Νέστορα ο λεβέντης γιος, του στεριοστήθα γέρου, και διο καλότριχα άλογα μ' ακούραστα ποδάρια στ' αμάξι ζέβει, θρέμματα της αμμουδάτης Πύλος.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ Η κυρία μιλεί πολύ σωστά. Δεν μπορώ πεια να κρατήσω πάστρα στο νοικοκυρειό σας μ' αυτό το σωρό που κουβαλάτε στο σπίτι σας. Τα ποδάρια τους μαζεύουν όλη τη λάσπη απ' όλους τους δρόμους και τη φέρνουν εδώ. Η δυστυχισμένη η Φραγκίσκα αφανίστηκε πεια να τρίβη τα πατώματα, που τα καταλασπώνουν κάθε μέρα οι βρωμοδάσκαλοί σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αι!