Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.
Αλλ’ αυτή είναι μαύρη συκοφαντία• διότι εξ εναντίας τόσον πολύ αγαπώ τους ανθρώπους, ώστε αν είχα χρήματα, ή τουλάχιστον ποδάρια, ουδέ στιγμήν θα έμενα εις το Αγρίνι. Αλλ' ας αφίσωμεν τους Αγρινιώτας και ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Σας έλεγα λοιπόν, αξιότιμε κ. εκδότα, ότι έχω μίαν καλήν βιβλιοθήκην και τον περισσότερον καιρόν μου περνώ με τα βιβλία μου.
Ω αυθέντη, λέγει ο Αμπτούλ πλησιάζοντας εις τα ποδάριά του, αν η βασιλεία σου είσαι υψηλότερος από τους άλλους ανθρώπους διά την αξίαν, και ακόμη περισσότερον διά την γενναιότητά σου, όμως δος μου την άδειαν, να σου φανερώσω τον θησαυρόν μου, τον οποίον σου το δίδω εις την εξουσίαν σου.
Και τον καιρόν που εδόθη η απόφασις ο Αμπτούλ έπεσεν εις τα ποδάρια του Καλίφη, παρακαλώντάς τον να του αφήση την ζωήν λέγοντάς του, πώς ο παιδεμός του θέλει είνε αρκετός εις το να τον βλέπη εις τιμήν, και αυτός να ευρίσκεται εις καταισχύνην.
Τοιαύτη και ολόκληρος η προτελευταία του ποιήματος στροφή, ήτις έπρεπεν ίσως να ήναι τελευταία: Κάμνει στεφάνια το νερό που εκτείνονται πλαταίνουν Και στα ποδάρια του Αλή να ξεψυχήσουν πγαίνουν. Λες και το κύμα τη νεκρή σα νύφη του αγκαλιάζει Και με στεφάνια από νερό το γάμο του γιορτάζει κτλ.
Μετ' ολίγην ώραν λοιπόν, όταν ο καπνός του κρασιού του ανέβη εις την κεφαλήν, ήρχισε να τραγουδή κατά την συνήθειάν του, και να κινή τα ποδάρια του εις τους ώμους μου, ωσάν να ήθελε να χορεύση.
Ιδέ το τι ωραία κινεί τα ποδάρια του, και πώς κρατεί υψηλά την κεφαλήν του. Είναι ιδικόν μου παιδί και αυτός· και μα την αλήθειαν, δεν είναι άσχημον το καϋμένο! Κουά, κουά, έλα μαζή μου να σου δείξω τον κόσμον, και να σε παρουσιάσω εις τον ορνιθώνα. Έλα κοντά μου διά να μη σε πατήση κανείς, και πρόσεχε την γάταν. Και υπήγεν η πάπια εις τον ορνιθώνα με όλην την συνοδείαν της.
Ο γέρων τον εκυνήγησε. Μίαν η δύο φοράς είδε τον «διακαμό» του, τον φεύγοντα ίσκιον του όπισθεν των βράχων. Ο Πάπος είξευρε πολλά «κατσαμάκια», ήτοι ελικοειδείς κινήσεις και τα ποδάρια του «τον άκουαν». Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο γέρο-Μπαμπούκος πού να τον φθάση! Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, επέστρεψεν ο Μπαμπούκος άπρακτος, πλησίον των δύο συντρόφων του, οι οποίοι ανυπομόνουν.
Βάλτε το για το χωριό, κ' εγώ θα μείνω παραπίσω· θέλω να κατεβώ ως τον γιαλό, να πλύνω τα ποδάρια μου — και μπορεί να σας φτάσω στον δρόμο· αλλοιώς περνάτε απ' το σπήτι, ν' αφήστε τα σύνεργα, να σας κεράση η κυρά και το σουρούπωμα σας βρίσκω κάτω στην πιάτσα, και σας δίνω τα μεροκάματα», — «Καλό, αφέντη». Εκείνοι έκαμαν κατά τη ράχη, κι' ο γέρο-Σκοινάς κατά το ρέμμα.
Μ' οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν· Κι' αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν· Η δυναταίς κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν, Θενά το κόψουν άφευχτα· θελά το κομματιάσουν. 600 Νοραίς λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τους λιανίζουν. Κι' οχ τ' αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν·. Χτυπάν μ' αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους· Δεν κατορθόνον τίποτες σ' εκείνους τ' άρματά τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν