Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης. — Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ! — Αυτός ο ψιλικατζής!... Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο. — Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε... Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι. Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε.

Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σακούω!.. — Είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα. — Είνε το καλλίτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσης πολεμάς; — Εκείνο που σου λέω 'γώ, είπεν η Καλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν' ο καλός και ποιος ο κακός; Κιώμορφος είνε, και νοικοκυρόπουλό 'νε ...

Νεκρός εκεί ο βασιλεύς, με καταπλουμισμένο το ασημένιο δέρμα του απ' το χρυσό του αίμα, κ' αι ανοικταί του αι πληγαί μ' εφαίνοντο να ήσαν, είσοδοι τόσαι της φθοράς, της φύσεως χαλάστραι! — Κ' εκεί οι δολοφόνοι του, 'ς το χρώμα βουτημένοι του φόνου, — τα μαχαίρια των αιματοτυλιγμένα... Ποίος εκεί την δύναμιν να κρατηθή θα είχε, καρδιάν αν είχε ν' αγαπά, κ' εις την καρδιάν την τόλμην να δείξη την αγάπην του;

Οι δύο κύριοι, ο Αουδράνος και κάποιος Ν. Ν. — ποιος ενθυμείται όλα τα ονόματα! — οι οποίοι ήσαν χορευταί της εξαδέλφης και της Καρολίνας, μας υπεδέχθησαν παρά την θύραν της αμάξης, επήραν τις ντάμες των και εγώ ωδήγησα την ιδικήν μου.

Διαγκωνίσας δε το πλήθος εισήλθα χωρίς να εννοηθώ ποίος ήμουν και ευρήκα τον φαυλότατον Επικούρειον Δάμιν και τον Τιμοκλήν τον Στωικόν, ένα εξαίρετον άνθρωπον, οι οποίοι εφιλονείκουν με πολλήν ζωηρότητα. Και ο μεν Τιμοκλής είχεν ιδρώση και η φωνή του ήτο εξησθενημένη εκ των κραυγών, ο δε Λάμις εγέλα εμπαικτικώς, πράγμα το οποίον παρώξυνεν έτι περισσότερον τον Τιμοκλήν.

Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά μπάρεμ! — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα τα δίμιτα. — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες! — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα. — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο. — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά Φουλίτσα;

ΜΑΚΒΕΘ Δεν γίνεται! ποιος ημπορεί τα δάση ν' αγγαρεύση; ποιος είν' εκείνος που 'μπορεί το δένδρον να προστάξη από της γης την αγκαλιά την ρίζα του να 'βγάλη; Ω προμαντεύματα γλυκά! Ωραία! Ω χαρά μου!

ΚΟΛΟΣΣΟΣ. Και σ' εμένα ποίος θα τολμήση να διαφιλονεικήση τα πρωτεία, που είμαι Ήλιος και τόσον μεγαλοπρεπής;

Ένας έπαθε από ασφυξία φαίνεται, ένα μικρόνε εργάτη τον πατήσανε, τους άλλους τους σκοτώσανε τα δοκάρια τη στιγμή που γκρεμίστηκε η στέγη. Ποιος ξέρει αν μέσα στα χαλάσματα δεν είναι κι άλλοι νεκροί και πληγωμένοι! ΦΙΝΤΗΣ Ω! δυστυχία. Ω! κατάρα. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Πρωτήτερα που σας έλεγα, κ. εργοστασιάρχη, πως τα καζάνια δε βαστούνε, πως θέλουν άλλαγμα, πως είναι παλιά, δε μ' ακούγατε.

Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να διαβή το μουλάρι, πούχε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με πλατειά και μακρειά καπότα. Έρριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα απάνω του, για να καταλάβουν ποιος είταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν ώμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμμιά δε μπόρεσε να καταλάβη τίποτε.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν