United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν μετά την εκτέλεσιν επιπονωτέρας τινός σειράς αλμάτων εστηρίζετο εις στήλην ή κορμόν δένδρου, καταπόρφυρος εκ του αγώνος και ουχί του ψιμυθίου, συνέχουσα διά της χειρός τους παλμούς του ογκωθέντος στήθους της, ενώ παρασυρθείσα υπό του ιδίου βάρους κατέρρεεν η κόμη της επί των ώμων ως μαύρη πλημμύρα και εφλογοβόλουν οι οφθαλμοί, διέστελλε τα χείλη μειδίαμα Βάκχης και θρόμβοι τινές ιδρώτος έστιλβον εις τους κροτάφους της ως μαργαρίται, πάντες τότε ελησμόνουν την χορεύτριαν, όπως θαυμάσωσι την γυναίκα· η δε εκ του θεάματος αίσθησις ήτο τοιαύτη, ώστε έτρεμον αι χείρες αι κρατούσαι τας διόπτρας, και πλειστάκις συνέβη ν' αντηχήσωσιν αίφνης παταγώδη χειροκροτήματα και να πέσωσι βροχηδόν επί της σκηνής αι ανθοδέσμαι, άνευ ουδεμιάς εμφανούς αφορμής, ενώ ανεπαύετο η Γαλέττη περιμένουσα την σειράν της να χορεύση.

Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. 1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. 1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα.

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό.

Να μου δώσης ένα γράμμα στο δήμαρχο να με βάλη στη θέσι του. Να φουντάρω για καλά. Τούδωκα με τα πολλά το γράμμα κ' έπιασε τόπο. Την άλλη μέρα διορίστηκε. Για λίγο καιρό βρήκα την ησυχία μου. Ένα πρωί, που τον συλλογιζόμουν μέσα μου, κ' έλεγα πως ερρίζωσε πια σ' αυτή τη θέσι, παίρνω την εφημερίδα να διαβάσω, στο κρεββάτι Τινάχτηκα απάνω. «Παρ' ολίγον πλημμύρα», διαβάζω με μεγάλα γράμματα.

Ενθυμήθην τον πατέρα μου και τον έρημον εις Σπέτσας τάφον του, ενθυμήθην την μητέρα και τας αδελφάς μου περιμενούσας εις Τήνον την επιστροφήν μου, και ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. Εφοβούμην τους Τούρκους! Καθώς μ' εφυλάκισαν ανεξετάστως ως κατάσκοπον, ηδύναντο επίσης και να με καταδικάσωσι.

Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Αλλά δε φταίω κ' εγώ. Η τύχη με κατατρέχει Να με σώσης και τούτη τη φορά. Να με πάρης μαζί σου, να ησυχάσω, στάγια χώματα. Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα... — Να κυττάξης να ησυχάσης τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλη αν κλέβη ο δήμαρχος κι' αν μαλλώνη ο βουλευτής με τον εργολάβο.