United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το νερό χυνότανε κάτω στο δικό του χτήμα, πότιζε τα δικά του δεντρικά και τώρα εκιντύνευαν να ξεραθούν. Μα δεν τον έμελλε. Προτιμούσε να τα χάση, παρά να χαρίση στάλα στα ζωντανά της Ελπίδας. Τις κουμαριές που σκέπαζαν την πλαγιά κ' έκαναν οι μέλισσες το θαυμάσιο μέλι τους τις έκαψε. Τις μυρτιές που γλύκαιναν τα περιστέρια έβαλε και τις ξερρίζωσαν.

Ο ουρανός άπλονε αστεροφωτισμένη περίσσια την αγκαλιά του, τα βουνά γύρω μαύριζαν ανάμεσα στις αγανές τουλούπες των συγνεφιών ο νυχτερινός αέρας βογκούσε στην πλαγιά της ράχης, φέρνοντας μαζί του το κουδούνισμα κανενός γιδιού, κι η άσπρη λουρίδα του μεγαλόδρομου άσπριζε παρέκει φανταστικά.

Ήτο τετράγωνον παλαιόν οικοδόμημα με παράθυρα μικρά, θύρας δρυίνους, μαρμαρίνας ελικοειδείς κλίμακας και μακρούς διαδρόμους. Αυλή ευρεία, λιθόστρωτος, με μαρμαρίνας βρύσεις, παριστώσας δράκοντας και γοργόνας ετοίμους να ορμήσουν κατά τινος, ήτο εις τα έμπροσθεν αυτού, όπισθεν δε και εις τα πλάγια σύσκιος κήπος και πέραν παρθένον, σχεδόν αδιέξοδον δάσος.

Τα μικρά με παρετήρουν εις κάποιαν απόστασιν από τα πλάγια, και εγώ επροχώρησα εις το μικρότατον, το οποίον είχε πολύ χαριτωμένην φυσιογνωμίαν.

Η ακρόπολις Μαχαιρουσία υψούτο προς ανατολάς της Νεκράς θαλάσσης επί κωνοειδούς βράχου μελανού και αποκρήμνου. Τέσσαρες βαθείαι κοιλάδες την περιέκλειον, δύο προς τα πλάγια, μία απέναντι και η τετάρτη πέραν. Αι οικίαι υπερκείμεναι αλλήλων περί την βάσιν ενός τοίχου, εξείχον σύμφωνα με τας ανωμαλίας του εδάφους.

Διασωθέν ως εκ θαύματος, υπό του παρατυχόντος Αγγλικού πολεμικού Colombine, ερρυμουλκήθη εις Plymouth, όπου έμεινε σχεδόν δύο μήνας εις χείρας των ναυπηγών. Αφ' ου προσετέθησαν εις τα πλάγια μέρη του πλοίου παχύταται παγίδες και ηλλάγη το πηδάλιον, ηδυνήθη τέλος να πλεύση. Αφικόμενον δε εις Ελλάδα κατά Σεπτέμβριον του 1828 έμεινεν άχρηστον.

» Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Έχω φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Σαν τραγουδάω χορεύουνε στα πλάγια μου τ’ αρκούδια, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή βουβαίνονται τ’ αηδόνια.

Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.

Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο τόσο τρέξιμο.

Οι δε Συρακούσιοι, δεχθέντες την επίθεσιν και στρέψαντες την πρώραν των πλοίων κατά την τακτικήν των, συνέτριψαν διά των επωτίδων τας πλείστας πρώρας των εχθρικών πλοίων· συγχρόνως οι από των καταστρωμάτων ακοντίζοντες μεγάλως έβλαπταν τους Αθηναίους, προ πάντων οι Συρακούσιοι, οι οποίοι περιέπλεον δι' ελαφρών λέμβων και οι οποίοι ολισθαίνοντες υπό τας σειράς των κωπών των εχθρικών πλοίων και εις τα πλάγια ηκόντιζαν εκείθεν τους ναύτας.