Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Τ' αντρόγυνο γελαστό, ευχαριστημένο πάντα, κάθησε τότε σ' ένα τραπεζάκι, ο άντρας σφούγγισε τον ίδρωτα από το μέτωπο του, και χτύπησε με το χέρι του: — Βάλε μας μισή οκά, παιδί!.... Παραζεματάει σήμερα ήλιος!... Άξαφνα στο πλάι μου, πίσω από την παράγκα, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν αναφυλητό. Έσκυψα λίγο.
Ή για να γυρίσωμε πίσω στα περασμένα, πάρε άλλο παράδειγμα, τους αρχαίους Έλληνες. Νομίζεις ότι η Ελληνική Τέχνη μας λέει καμμιά φορά σαν τι ήταν οι Έλληνες; Πιστεύεις ότι οι Ατθίδες ήταν όμοιες με τις αγαλματένιες μεγαλοπρεπείς μορφές των ζωοφόρων του Παρθενώνος ή σαν τις θαυμαστές θεές που είναι καθισμένες στις τριγωνικές προσόψεις του ίδιου μνημείου; Αν κρίνετε από την Τέχνη, βέβαια θα ήταν.
ΠΛΩΡ. Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά, αφήστε μοναχά το μεγάλο. Πανούκλα στα φωνατά τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ' αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε; ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε! ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε.
Ξέσπασαν όλοι στα γέλοια· ο δήμαρχος, οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο λαός όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Οι γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους αλλού, χαχάνισαν κ' εκείνες πίσω από τα μαντήλια τους.
Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο. Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη.
Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος 395 πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο, και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας ανέβηκε — άμα οπλίστηκε — στ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.
Τότες πια θάρρεψε ο βαθύς προφήτης και τους είπε «Δεν τούλειψε εκατοβοδιά, τάμα όχι ξεχασμένο, μόνη αφορμή 'ναι ο λειτουργός π' αδίκησε ο αφέντης, τι απόρριψε την ξαγορά και του βαστάει την κόρη. 95 Για τούτο ο Φοίβος συφορές μας έστειλε, κι' ακόμα θα στείλει· και τη φονικιά πανούκλα δε θα πάψει πριν πάλε του πατέρα της τη μαβρομάτα κόρη απλέρωτη αξαγόραστη την ξαναδώκει πίσω, πριν στείλουμε εκατοβοδιά και του θεού στη Χρύσα. 100 Τότ' ίσως μαλακώσει πια και ξανασάνουμ' όλοι.»
Έχοντας οι αρχόντοι του κάθε χωριού, καθώς κ' οι μεγάλοι νοικοκυρέοι, παρμένους απάνω τους τους δουλευτάδες, όντας δηλαδή υποχρεωμένοι να εγγυούνται τους φόρους τους, για να τους αλαφρύνη η κυβέρνηση από τέτοιο βάρος, τους έδινε το δικαίωμα να πιάνουν και να ξαναφέρνουν πίσω στο χτήμα τους όσους φεύγανε για να μην πλερώσουνε.
Και τους μιλούσε, λες και τον καταλάβαιναν, και τους έλεγε να προσέχουν μην σπάσουν, μην ξεραθούν, να μεγαλώσουν καλά και να δώσουν πολλά φρούτα, όπως ήταν το χρέος τους, αλλά κάποιος θόρυβος στο δρόμο τράβηξε την προσοχή του. Ο ντον Πρέντου, περήφανος και βαρύς πάνω στο μαύρο, παχύ άλογό του, περνούσε πίσω από την αιμασιά.
Και φώναξε με σκιαχτερή φωνή στα γονικά άτια «Ψαρέ και Ξάνθο, ξακουστά παιδιά της Φτεροπόδας, 400 κοιτάξε αλλιώς τον αμαξά να ξαναφέρτε πίσω στα πλοία εδώ, όταν πόλεμο χορτάσουμε και μάχη, όχι όπως έμεινε νεκρός ο Πάτροκλος στον κάμπο.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν