Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς έχει ο γυιός του Αιόλου τη χώρα της Παλλάδας; ΙΩΝ Την έσωσε με όπλα και όχι με τα λόγια. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο σύμμαχος δεν είνε και κάτοικος της χώρας. ΙΩΝ Κ' εγώ δεν έχω μέρος στο βιος το πατρικό μου; ΚΡΕΟΥΣΑ Το δόρυ κ' η ασπίδα, αυτά είνε το βιος σου. ΙΩΝ Απ' το βωμό τραβήξου κι' απ' του θεού τους τόπους ΚΡΕΟΥΣΑ Στη μάννα σου να δώσης της τέτοιες συμβουλές.
Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια, 'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση. Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι. Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Λοιπόν θα στείλω αυτόν κ’ η καλή ώρα να ’ναι! και στέλλετ’ ένας που δεν έχει την περφάνεια στα χέρια του, ο Μεγαρεύς του Κρέοντος σπέρμα απ’ των Σπαρτών το γένος, που δε θα τρομάξη το λυσσασμένο χουγιατό των αλογήσιων φρουμανισμάτων να κωλώση από τις πύλες° μα ή με το αίμα του το χρέος του θα πλερώση στη γη μας, ή τους δυο τους άντρες και την πόλη θα πάρη, που ’ν’ επάνω στην ασπίδα εκείνου, να στολίση μ’ αυτά το πατρικό του σπίτι.
Γλυκό ’ναι πάντα αφρόντιδος στη συμφορά σου να μένης. Τι μ’ εδέχεσο, Κιθαιρών, τάχα; Και γιατί δεν μ’ εσκότωνες καθώς μ’ εδέχθης; Έτσι δεν θενά μάθαιναν ποτέ οι ανθρώποι το γένος μου. Ω συ Πόλυβε, Κόρινθε, σπίτι πατρικό, που στα ψέματα σ’ έλεγα σπίτι, πόσες πληγές εκρύβοντο κάτω από μένα; στολίδι πολυάκριβο και τιμημένο. Και τώρα ετρανοδείχθηκε κακός πως είμαι και γεννημένος άνομα.
Η μάνα μου που στα ριζά βασίλεβε της Πλάκος, 425 αφτήνε εδώ την έφερε με τ' άλλο βιος αντάμα, μα τη λεφτέρωσε έπειτα για ξαγορά μεγάλη, κι' η Άρτεμη τη θέρισε στον πατρικό της πύργο. Έχτορα, τώρα εσύ γονιός κι' εσύ γλυκιά μου μάννα, εσύ είσαι εμένα κι' αδερφός και τρυφερό μου τέρι, 430 Μον πια λυπήσου με, κι' αφτού στο κάστρο μείνε απάνου, μήπως με ρήξεις σε χηριά και το παιδί σ' αρφάνια.
Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάει 'ς τον Ασπροπόταμο.
Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε• και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε• «Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν 'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385 μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».
— Τι τον ήθελε τέτοιον όχτο ; είπε στην Ελπίδα· είνε σα να κλει την πόρτα να μην περάσουμε πια στο πατρικό μας· σα ν' αρνιέται τα δίκαιά μας. — Μη φοβάσαι διόλου· απάντησε ήσυχα ο Δημητράκης από μέσα· τα δίκαιά μας τίποτα δεν παθαίνουν· να είσαι βέβαιος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν