Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Κει μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη, Από το φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη, Αν επιτύχαινε καιρό τη νύχτα να ημπορέση 35 Σε φίλου, ή γνώριμου παλιού το σπίτι να χωρέση. Την συντροφιά του εχαίρονταν στιμαίς με τρόμου ζάλη· Και κλιόνταν γλήγορ' άφαντη μες την κρυψιόνα πάλι.
Κοίτα τι όμορφο που είναι αυτό: είναι το δώρο του Πρέντου.» Έσκυψε, παρόλο που το φόρεμα ήταν στενό, και του έδειξε ένα σεντεφένιο ροζάριο με ένα μεγάλο χρυσό σταυρό. «Βλέπεις; Ήταν ο σταυρός ενός παλιού επισκόπου. Τον είχε η γιαγιά του Πρέντου που ήταν και δική μας γιαγιά κι έτσι θα μείνει στην οικογένεια.
Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτα ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, οπού τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους οπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνου 'ς ένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτα χορτάρια και 'ςτα περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέκνα του Κάδμου του παλιού γενεά νέα, τι συναγμένοι κάθεσθε σ’ αυτούς τους τόπους, με τα κλαδιά της ικεσίας στεφανωμένοι; Και η πόλις είν’ από θυμιάματα γεμάτη, και αντιλαλεί από στεναγμούς κι από παιάνας; Αυτά εγώ απ’ το στόμα να μάθω θέλοντας, κι όχι απ’ το στόμα των μαντατοφόρων ο πολυφήμιστος ήλθα εδώ πέρα Οιδίπους.
Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.
Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.
Ξαπλονόμουνα σε μια ρειπωμένη καμάρα ενός παλιού μύλου, του Ρ ι ζ ό μ υ λ ο υ, καθώς λένε το μέρος αυτό εκεί πέρα, και περνούσα τις ώρες μου βλέποντας τα βουνά, τα λιοστάσια, τις ανεμώνες και τα πράσινα ρείκια γύρω μου, κι ακούοντας το μουρμούρισμα του ποταμιού. Μια μέρα στην ίδια αυτή μεριά βρήκα ξαπλωμένον ένα γέρο τσοπάνο που βοσκούσε τα πρόβατά του εκεί κοντά.
Και είδα, φως φανερό, την ενέργεια ενός παλιού, προαιώνιου πολιτισμού, το βάρος γενεών και χρόνων, επάνω στην Ελληνίδα. Η μορφή της, πώς να μην είναι ορισμένη, σίγουρη κι αλάθευτη, που μπήκε στο αίμα της, στα νεύρα της, στα κόκκαλά της η ιστορία της όλη ― και την πότισε; «Ο λαός ο Ελληνικός όλος, από το μικρό ίσαμε το μεγάλο, είναι πολιτισμένος». Μου το είπε ένας Βούλγαρος.
Μα το μεγάλο το κακό άρχισε αργότερα, τότες που, καθώς είπαμε, το κατάλαβαν οι Ρωμαίοι πως η Χριστιανωσύνη έσκαβε τα θέμελα του παλιού, του κόσμου.
Μέσα στο περιαύλι είνε τα κελλιά, η αποθήκες κ' η στέρνα του, και καταμεσής η εκκλησιά, μικρή σταυρωτή εκκλησιά, χτισμένη απάνου σε μεγάλα θεμέλια παλιού ελληνικού ιερού, μ' ώμορφες ζωγραφιές μέσα και με ψηλήν τούρλα, οπού πηδάει απάνω από τη στέγη κι οπόχει κακότεχνα χαραγμένα στο κουρασάνι της τα γράμματα &τ ο γ'&, επιγραφή ίσως του καιρού που χτίστηκε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν