Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Αλλ' εγώ έχοντας επιθυμίαν διά τέκνα αγόρασα μίαν σκλάβαν με την οποίαν απέκτησα υιόν, τον οποίον αγαπούσα ολοψύχως· και όταν ο υιός μου έφθασεν εις χρόνους δώδεκα της ηλικίας του, εγώ διά κάποιες μου αναγκαίας υποθέσεις μέλλοντας να αναχωρήσω εις ένα ταξείδι μακρινόν, άφησα τον υιόν μου και την μητέρα του εις την επίβλεψιν ταύτης της γυναικός μου, συσταίνοντάς τους εις την αγάπην της και εις την περιποίησίν της, έως που να επιστρέψω από το ταξείδι· αλλ' η γυναίκα μου που είχε λάβει φθόνον, μίσος και ζήλειαν εναντίον του υιού μου και της μητρός του, μετά την αναχώρησίν μου αυτή εύρε τον τρόπον να εκπληρώσει την επιθυμίαν της.
Και παρ’ όλα αυτά αισθανόταν ξαλαφρωμένος, όπως κάποιος που, ύστερα από μακρά περιπλάνηση σε απρόσιτα μέρη, ξαναβρίσκει το χαμένο δρόμο του, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. «Εσύ δεν θα φύγεις;» ρώτησε ο τυφλός, ακίνητος πάντα στο πόστο του. «Θα φύγω όταν το θελήσει ο Θεός. Τώρα θ’ ανάψω φωτιά γιατί πρέπει να περάσουμε εδώ τη νύχτα.» Πήγε να βρει ξύλα.
Όταν έφθασε προ της οικίας του Θωμά, ο κρότος του αργαλειού διέκοψε τας μελαγχολικάς του σκέψεις. Σταματήσας υπό το παράθυρον εξερόβηξεν αλλ' ήδη η Πηγή, αναγνωρίσασα το βήμα του, είχεν ανατιναχθή από τον αργαλειόν και το πρόσωπόν της εφάνη μεταξύ των ανθέων του παραθύρου.
Σηκωθήκανε λοιπόν επάνω και στεφανόνανε μαζί τον Πάνα και τις κληματόβεργες από τα φύλλα του πεύκου κρεμούσαν κι αφού τον εκάθισαν κοντά τους του εβάνανε να φάη. Και σαν γέροι πιομένοι λιγάκι πολλά αναμεταξύ τους έλεγαν πως έβοσκαν, όταν ήτανε νέοι πως πολλά κυνηγητά κουρσάρων εξέφυγαν παινεύονταν ένας πως εσκότωσε λύκο κι άλλος πως στο σουραύλι μόνο από τον Πάνα έμενε πίσω.
Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.
Ανήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην έν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος».
Λοιπόν η πόλις η οποία έχει νουν πρέπει έκαστον μήνα να επιστρατεύεται όχι ολιγώτερον από μίαν ημέραν, και περισσοτέρας δε, όταν εγκρίνουν και οι άρχοντες, χωρίς να φοβούνται τας κακοκαιρίας και τους καύσωνας, και οι ίδιοι και αι γυναίκες και οι παίδες, όταν εγκρίνουν οι άρχοντες να τους επιστρατεύουν πανδήμως, άλλοτε δε χωριστά έκαστον μέρος.
Αλλά, συμπάθησέ με, σου πρέπει μάλλον μάλλωμα, ότι σου λείπει γνώσις ή έπαινος, αν φέρεσαι με γλύκαν που σε βλάπτει. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εγώ δεν βλέπω έως πού το 'μάτι σου πηγαίνει. Αλλ' όταν τα καλλίτερα κανείς πολυγυρεύη και ό,τι στέκεται καλά συχνά το καταστρέφει. ΓΟΝΕΡ. Τότε λοιπόν... Δ0ΥΞ ΑΛΒ. Καλά, καλά. Τα τέλη να ιδούμεν. Εξέρχονται. Αυλή έμπροσθεν του αυτού μεγάρου.
Όταν δε άπαξ γραφή κάθε λόγος, κυλίεται πανταχού ομοίως και εις τους επιστήμονας, ομοίως και εις εκείνους εις τους οποίους καθόλου δεν αρμόζει, και δεν γνωρίζει ο λόγος εις ποίους πρέπει να ομιλή και εις ποίους να σιωπά· κακώς πάσχων δε και ουχί δικαίως περιπαιχθείς πάντοτε έχει ανάγκην της βοηθείας του πατρός· διότι αυτός τον εαυτόν του ούτε να βοηθήση, ούτε να υπερασπίση δύναται.
Όταν τις λοιπόν ορμώμενος από των κατωτέρων βαθμίδων διά της ορθής παιδεραστίας ανέλθη μέχρι του σημείου ώστε ν' αρχίση να βλέπη το κάλλος εκείνο, εγγίζει σχεδόν εις το τέρμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν