United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου και την σκιάν μου λευκήν. Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον. Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην: — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού.

Ακούστηκαν βήματα, κάπως αργόσυρτα, κάπως βαριά. Μια μορφή εμφανίστηκε κάτω στο δρόμο. Ανέβαινε και μεγάλωνε, πρόβαλε γιγαντιαία στο άχρωμο φόντο του ορίζοντα. Ήταν μαύρη, αλλά μια φλόγινη κλωστή άστραφτε στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς.

Από την ώρα που πρωτόειδε την Ελπίδα σκίρτησε το φιλέρευνο πνεύμα του σα διψασμένο λάφι στην όψη δροσερού κεφαλαριού. Ήταν δυνατό μυαλό με πλατύ και ξάστερον ορίζοντα μπροστά του.

Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο — η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει! Η φωνή του είν' ο καιρός που μας χτύπησε. Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε. Και συ δεν ξέρεις τίποταόταν το ημιτόνιο της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζονταπραματευτή με τα νήματα και της δαντέλλες!

Αι διαθέσεις αύται εγέννησαν την νέαν Γερμανικήν ρωμαντικήν ποίησιν με αεί αυξανόμενον ορίζοντα, με ιδίας σκέψεις, προβλήματα και μορφάς εκ των γνησίων της ζωής πηγών, ήτις τείνουσα να εξεγείρη και ενισχύση το εθνικόν Γερμανικόν φρόνημα, εισήγαγε νέον τόνον, έδωσε νέον εις τα έργα χρώμα επί νέων διαθέσεων και σχεδίων, των λαϊκών ασμάτων, λαϊκών διηγημάτων και παντός συνδεδεμένου με την ψυχήν του λαού.

Και ανέβαινε και ανέβαινε τη δημοσιά, γκρίζα στην αρχή, έπειτα λευκή, έπειτα ρόδινη. Η αυγή έμοιαζε να αναδύεται από την κοιλάδα σαν ένας κόκκινος καπνός που σκέπαζε τις φανταστικές βουνοκορφές στον ορίζοντα.

Εμπρός στην πίστη της λησμόνησα το δισταγμό μου κ' η ασήμαντη εκδρομή μας πήρε στη φαντασία μας σχήματα παράξενα, έτσι όπως όταν κοντινά νησιά υψώνουνται στον ορίζοντα και λάμπουνε σε φως φανταστικό. Τέλος μια Κυριακή πρωί καθόμαστε στο κατάστρωμα του βαποριού και βιαζόμαστε να φτάσουμε κει που θέλαμε.

Όλα του φαίνονταν μακρινά, όλο και πιο μακρινά, σαν να είχε μπαρκάρει και μέσα από την γκρίζα και τρικυμισμένη θάλασσα να έβλεπε να χάνεται η ξηρά στο ορίζοντα. Να όμως ο ντον Πρέντου που γυρίζει σπίτι. Είναι λιγότερο παχύς από πριν, σαν να είχε αδειάσει κάπως. Η χρυσή του καδένα κρέμεται λίγο επάνω στο στήθος του που ασθμαίνει.

Ούτ' ένα σύγνεφο δεν εχάραζε στον ήσυχον αιθέρα· μονάχα στην άκρη στον ορίζοντα χυνόνταν λίγο φως, ζεστή γάζα ατμού καταχνιάς, που αγνάντια του το γειτονικό χωριό με την παληά πέτρινην εκκλησιά του ξεχώριζε με μια θαμπωτικήν ασπράδα. Θυμήθηκα του Wordsworth το έργο «Στίχοι γραμμένοι το Μάρτη».

Ήρθε τέλος η αυγή. Καλήτερα όμως να μην ερχόταν αφού ήταν να μας δείξη τέτοιο θέαμα! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις καλαμιές οι τσοπάνιδες για το χορτάρι, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί και κλείουν τον ορίζοντα; Έτσι κολώνες ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλώτερον από την αμπασογάμπια των καταρτιών μας.