United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας πλησίασε ποθώντας ξίφος τη σαστικιά του κι όχι σαστικιά ζητώντας τη μάνα του και μάνα των παιδιών. Στον πόνο του θεός του δείχνει άνθρωπος όχι αυτόν τον τόπον, γιατί κανείς δεν το ’καμεν από μας όλους και τρομερήν αφίνοντας φωνήν, ως να ’ταν κανείς που να του ’δειχνε το δρόμο, ορμάει στις θύρες, καταστρέφοντας τα μάνδαλά τους.

Είναι αρά γε τούτο προπέτεια, ή αίσθημα της πραγματικής καταστάσεωςΔεν γνωρίζω τον άνθρωπον από τον οποίον κάτι εφοβούμην εις την καρδιά της Καρολίνας· και όμωςόταν ομιλή περί του μνηστήρος της, όταν με τόση ζέση, με τόσην αγάπην γι' αυτόνΟμιλείτότε ομοιάζω με άνθρωπον που του αφαιρούνται όλαι οι τιμαί και τα αξιώματα και που του αφαιρείται το ξίφος. 16 Ιουλίου

ΤΥΒΑΛΤΗΣ, σύρων το ξίφος. Εδώ είμαι εγώ, να σου δείξω εσένα. ΡΩΜΑΙΟΣ Μερκούτιέ μου, κρύψε το σπαθί σου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έλα, Κύριε· να ιδώ την τέχνην σου. ΡΩΜΑΙΟΣ Ξεσπάθωσε, Μπεμβόλιε, και κτύπα τα σπαθιά των είν' εντροπή σας, άρχοντες· είν' εντροπή· σταθήτε· Τυβάλτη! ω Μερκούτιε! Επρόσταξεν ο Πρίγκηψ να παύσουν τα μαλώματατους δρόμους της Βερώνας· Τυβάλτη, κάτω το σπαθί! Μερκούτιε καλέ μου!

Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα. — Είνε γυιός μου, είπεν.

Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον, καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει· «ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη τον καλόν γέροντα φονεύει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βαρυτάτη πράξις! αυτό 'θελε γενήτο πρόσωπο μας , εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.

Ανέβη τις εις την ακρόπολιν διά να φονεύση τον τύραννον• και αυτόν μεν δεν εύρε• φονεύσας δε τον υιόν του αφήκε το ξίφος εις το σώμα του. Έπειτα ήλθεν ο τύραννος και ιδών τον υιόν του νεκρόν εφονεύθη με το αυτό ξίφος. Ο ανελθών και φονεύσας τον υιόν του τυράννου ζητεί αμοιβήν ως τυραννοκτόνος.

Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη, το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου, να κόψω αυτού την κεφαλήτο χώμα να κυλήση, 440 αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις, να μένητην ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο• κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». 445

Τόσο αλύπητα δεν πέφτουν ουδ' η σφύραις των Κυκλώπων εις τον θώρακα του Άρη, 'πού 'ναι αθάνατ' η βαφή του, όσον άκαρδα του Πύρρου φονικό βροντά το ξίφος εις το σώμα του Πριάμου.

ΣΑΜΨΩΝ Έξω τα σπαθιά, αν είσθε παλληκάρια! — Γρηγόρη, μη ξεχνάς την σπαθιάν οπού σ' έμαθα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, σύρων το ξίφος. Σταθήτε, ανόητοι! Κάτω τα σπαθιά! Δεν ηξεύρετε τι κάμνετε! ΤΥΒΑΛΤΗΣ, εφορμών με τα ξίφος εις την χείρα. Με τούτα τ' άκαρδα σκυλιά τι παίζεις το σπαθί σου; Γύρνα εδώ, Μπεμβόλιε, κι’ αντίκρυσε τον Χάρον.

Ο άνθρωπος εκείνος επέστρεψε το ξίφος εις τον κολεόν και εξηκολούθησε να προχωρή προς το καταφύγιον της Αϊμάς. Αλλ' ο Σκούντας ερρίφθη εκ των όπισθεν και έκρουσεν αυτόν κατά των νώτων. Πάλη τρομερά συνήφθη τότε μεταξύ των τριών ενόπλων και του Σκούντα και Μάχτου. Ο Σκούντας δεν ήτο άοπλος.