United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξημέρωνε, όχι, γιορτή, για να καλέσω μ' αυτή τους γύρωθε χριστιανούς στην εκκλησιά, κι όσοι θα την άκουσαν κείνη την ώρα, ποιος ξέρει τι θα να βάλαν με το νου τους, — αλλά μου ερχότουν έτσι καλά να την γροικάω να σημαίνη, οι ήχοι της κ' οι αντίλαλοί τους να σμίγουν με τους κελαϊδισμούς των πουλιών, με το μουρμούρι του λόγγου και με τα ξεφωνητά των ορνιθιών, σ' έναν αρμονικό ύμνο της Χρυσαυγής που πρόβαινε στο βουνό γλυκοθώρητη και ντροπαλή, σα νυφούλα.

Και θελήσας ποτέ να σύρη αυτούς εις λόγους περί των αρχαίων ήρξατο να ομιλή περί των πραγμάτων, τα οποία εδώ εν Ελλάδι θεωρούνται αρχαιότατα, περί του Φορωνέως εκεί- νου, όστις εκλήθη πρώτος, και περί της Νιόβης, και μετά τον κα- Β. | τακλυσμόν να μυθολογή περί Δευκαλίωνος και Πύρρας, πώς διεσώθησαν, και να κάμνη την γενεαλογίαν των απογόνων των, και ν' αναφέρη περί των ετών αυτών πόσα ήσαν, διά των οποίων έλεγεν ότι επειράτο να κάμη την χρονολογίαν των συμβάν- των.

Κάνει ό,τι μπορεί για να ξαναδή την όψι της που μέρα και νύκτα την έχει στο νου του, μα τη βοσκοπούλα του την έχουν πολύ περιωρισμένη και δεν υπάρχει τρόπος να την ξαναδή.

Εδώ σταμάτησε η Έλσα κι άρχισε να ψάχνη στους κορμούς των δέντρων. Κι όταν την είδα να γυρεύη κάτι εκεί, ξύπνησε μέσα μου και μένα κάποια θύμηση κοιμισμένη πολύν καιρό, τόσο ώστε μόλις μου ήρθε μια φορά στο νου στο διάστημα έντεκα χρόνων. Είταν ένα βράδι, τότε που κατοικούσαμε σε κείνο το σπιτάκι που τώρα γκρεμίστηκε, ένα αυγουστιάτικο βράδι.

Εις τούτες ενώ εγώ είχα όλον τον νου μου, του αδελφού μου επαράδωσα την κυβέρνηση, και της βασιλείας μου έγινα ξένος, ενώ μ' είχε αρπάξει η αγάπη της μυστικής σπουδής, κ' ήμουν εις εκείνη βυθισμένος. Ο δολερός θείος σου, — ακούς; ΜΙΡ. Μ' όλη μου την προσοχή, αφέντη.

Είπε, και κόσμο χάλασαν γύρω απ' τα ζήτω οι Τρώες. 310 Ζαβοί! τι η Αθηνά το νου τούς πήρε απ' το κεφάλι, και πήγαν με τον Έχτορα και τους τρελούς σκοπούς του, μα με του Πάνθου ούτε ένας τους το γιο π' ορθά μιλούσε. Τότε έφαγαν μες στο στρατό.

«Μώρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα, κάτω από τον ίσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάννας μου, — τες κόττες, — που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου.

Αυτός μετρά 'στα δάκτυλα τ' αστέρια τουρανού, εκείνος με τα έντερα λεπτολογεί των ψύλλων, κι' άλλος σκοτίζει και χαλά τον έξοχο του νου, να μας ειπή οι άγγελοι σε ποιο ανήκουν φύλον. Πλην δεν μας είπε ο σοφός ακόμη πώς τους θέλει· μα κι' αρσενικοθήλυκοι αν ήναι, τι μας μέλει;

Αυτή θέλει όλο και στα ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . . Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε από το πλυσταρειό, κ' έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι... Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη, χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θεια Ελέγκω κοντά της, γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι γερή και δυνατή που ήτον. . . Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί: κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’τις δικές της γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες γιατί άλλο δεν είναι να τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα.

Πού είχε τα μάτια του ο Γερο-Λαλεχός; Ο Μαθιός ήθελε να βγάλη ένα βάρος απ' την ψυχή του. Μέσα του θαρρούσε πως κάτι έφταιγε κι' αυτός. Μα πάλι έλεγε με το νου του: «Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε. Της είπα πως παντρεύτηκε. Αν με πίστευε δε θα πνιγόταν κι' αυτή. Μα βλέπεις ο Πειρασμός της έβαλε στο νου πως πνίγηκε. Και πήγε να τονέ βρη». — Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε! είπε σε λίγο δυνατά.