Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Δυστυχισμένος είσαι που μ’ ονειδίζεις με τέτοια° θα σε ονειδίσουν αύριον εσένα όλοι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Άπαυτη τύφλα σε κρατεί και δεν κατέχεις ουδέ κ’ εμέ, ουδέ κι άλλονε θνητόν να βλάψης, απ’ όσους χαίρονται αγαθό το φως του ήλιου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Βέβαια εγώ δεν ημπορώ να βλάψω εσένα, είν’ ο Απόλλων αρκετός για να το κάμη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο Κρέων να επινόησεν αυτά ή μονάχος εσύ;

Μου είπαν δρόμο πως θέλει και κόπο το ψωμί να κερδίση κανείς, και δεν άφησα αγύριστο τόπο, ως την άκρη έχω φτάσει της γης· η ψυχή μου μισή έχει απομείνει: τη χαρά του κανείς δεν της δίνει. Τη χαρά που έχουν όλοι γνωρίσει, που κι ο πλέον ακόμα φτωχός το ποτήρι της έχει στραγγίσει, δεν τη χάρηκα εγώ μοναχός, κι απ τη δίψα της μέσα φρυγμένος τη γυρεύω παντού πλανημένος.

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν, — έτσι θα το ειπώ, από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος, ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.

Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω νέε, μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του είπα· τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον άνθρωπον εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα, το οποίον μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την βοήθειάν σου να λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι αν λάβω εκείνο που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη υπέρμετρα, επειδή και με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου, και εις ανταμοιβήν θέλω σου δώσει και εσένα βασίλειον.

Μα πάλι του ήρθε να σηκώση την άγκυρα, να ζυγώση στο μώλο και να βγη στη στερηά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά έννοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κ' έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι.

Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγεινα δικηγόρος . . . Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον! Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουσμένης κόρης, μ' έκαμε να μη γείνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γείνω μοναχός.

Το Μοσχαδώ τρελλαίνεται για σένα», μου λέγανε η μια κ' η άλλη. Κάτι καταλάβαινα και μοναχός μου. Πάμε μια Κυριακή με τη γρηά να τους χαιρετίσωμε. «Έλα, Μοσχαδώ, μέσα», της λέει η μάννα της. «Δεν μπορώ, μάννα. Με πονάει το κεφάλι μου». — «Έλα που σου λέω». — «Δεν έρχομαι». Κακανογελούσε μέσα με ταδερφάκια της· τέτοιο πονοκέφαλο είχε.

Και κολλητά μου άλλος γίγαντας πέτρινος, πλημμυρισμένος κι αρματωμένος από τ' ατέλειωτα πόδια του ως την αθώρητη κορφή του, με κρανιές και μ' αρκουδοπούρναρα, μ' αθάνατους λιβανόκεδρους, με χιλιάδες πολυχρονίτικα έλατα και μυριάδες κέδρους αγκαθωτούς στ' άγγιχμα, μαγεμμένους στο κοίταγμα, και μεθυστικούς στην ευωδιά, έκλειε ο γίγαντας, αυτός μονάχος, πέρα πέρα και γις, και κόσμο κι ουρανό κι έθαφτε τη ματιά και συνέπαιρνε την αίσθηση, το νου, και την ψυχή, ανάμεσα στο πανάγριο αυτό χάος, και χώριζε τον άνθρωπο από κόσμο και κοινωνία και οικογένεια, και τον ξεγύμνωνε από σκέψη κι ανθρωπισμό, και τον έκανε δικό του, καταδικό του, σώμα και ψυχή άγριο, κατάγριο, πανάγριο.

Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. 400 Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος.

Κάτι μουρμούριζε μοναχός του, κάτι στριφογύριζε μέσα στο ζαλισμένο του νου. Ζαλισμένο από τη ζούλιαζούλια τρις χερότερη κι από της αγάπης τη ζούλια, αφού δεν είχε και μια στιγμή αλησμονησιάς και τρυφερωσύνης.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν