Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρόςτο νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε·Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.

Διά τούτο όταν μετέβαινον εις την Μονήν το θάρρος των ήτο στερεόν και ακλόνητον. Αλλ' από της εξαφανίσεως του θυρωρού συνεταράχθησαν κ' εν βία ενήργουν. Εκλονίσθη η καρδία των κ' εν απεριγράπτω φόβω ανέβαινον το βουνόν, θέλοντες να επανέλθωσιν εις τον έρημον της Κεχρεάς όρμον, όπου είχον αποκρύψει την λέμβον των. Από της αγρίας εκείνης ακτής μέχρι του Μοναστηρίου η απόστασις είνε δίωρος.

Και παραλαβών τους συμμορίτας ανήλθε προς το βουνόν εν βία, αφείς δεδεμένους τους μοναχούς. Αι αίγες δεν διασκελίζουσιν ετοιμότερον τα βράχη, ως διεσκέλιζον τους θάμνους οι τέσσαρες λησταί. — Θα μας προδώση ο πορτάρης· είπεν ο αρχηγός φρυάττων, όταν εξήλθον από του Μοναστηρίου.

Φάγαμε σένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε. Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά.

Το πυρ του πυροβολικού διηυθύνετο και πάλιν συγκεντρωμένον κατά της πύλης του μοναστηρίου, ήτις ως ήτο από της προτεραίας ετοιμόρροπος και διερρηγμένη, δεν εβράδυνε να καταπέση εις συντρίμματα. Μετ' ολίγον δε ηνοίγετο ευρύ ρήγμα και εις το τείχος. Και τότε αι σάλπιγγες του εχθρού εσήμαναν γενικήν έφοδον. Με φρικτόν δε αλλαλαγμόν, όρμησαν πανταχόθεν κατά της μονής τα άγρια των Τούρκων πλήθη.

Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματά της θαλάσσης, πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηρίου τοίχους, εις τον Άθωνα.

Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδυνή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

«Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη . . . Θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ' εγώ τον κρημνό μου! . . . » Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπά-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε τον γυναικείον πειρασμόν!

Αι ψυχαί των δικαίων μάς επισκέπτονται ως αι ψυχαί των αγίων. Ο παπά-Φλαβιανός ο ηγούμενος του Καινούργιου Μοναστηριού μου διηγήθη πολλά και παράδοξα. Και όλα αληθινά! Ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης είχεν υποτακτικόν τον ενάρετον και υπήκοον Βασίλειον, όστις απέθανεν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν