United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιαύτη ήτο η τότε κατάστασις των πλείστων εν Ευρώπη π α ρ θ ε ν ο τ ρ ο φ ε ί ω ν, άτινα παρθενοφθορεία ωνόμαζεν ο Άγιος Πέτρος Δαμιανός. Ο ήλιος λησμονήσας, ως συμβαίνει πολλάκις εν Προβιγγία, ότι ήτο ακόμη χειμών, εθέρμαινε μεσουρανών τας πλάκας της αυλής του Μοναστηρίου, ότε επαρουσιάσθησαν προ της εισόδου αυτού οι δύο οδοιπόροι.

Ο καλόγερος αναγκάστηκε να μας φιλοξενήση· στο δικό του κελλί και να μας παραδώκη για την επίλοιπη περιποίηση στα χέρια τ' αναγνώστη του μοναστηριού, ενού προθυμότατου και ξυπνού χωριατόπουλου, γιατ' αυτός έτρεχεν όξω εδώ κ' εκεί να καταλαρώση το πολύπληθο κι ανήσυχο πνεματικό του κοπάδι. Ο καλόγερος οπού δε δείχνονταν και τόσο ζωηρός, δεν αγαπούσε πολύ, φαίνεται, και την καψοπαστράδα.

Ηναγκάσθη να καταφύγη και εις τον παπά-Φλαβιανόν τον ηγούμενον του Καινούριου Μοναστηρίου, όστις μετ' αποστροφής απέκρουσε την φήμην, αναφωνήσας εν οργή εξάλλω: — Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν!

Όντας βγήκαμε από τη βραδινή ακολουθία στη μεγάλη πέτρινη αυλή του μοναστηριού, είχε ξαστερώση. Οι καλόγεροι με τον ηγούμενό τους, έναν παχύ, ψηλόν, καλοθρεμμένον πανιερώτατον, ήρθαν κ' έκατσαν μαζί μου στα λιθαρένια πεζούλια, στο πλάι της μαρμαρένιας βρύσης, που έτρεχε ακούραστη στο πλάι μας.

Δεν ειξεύρω, είπεν ο Σκούντας. — Δεύτερον, διατί να μου στείλη κήρινον τύπον διά το κλειδί; — Ποιος ξεύρει, είπε μετ' αδιαφορίας ο Σκούντας. — Δεν σου φαίνεται παράξενο; — Τι να πω κ' εγώ; εσύ μπορεί τα ξεύρης, Αφότου ήκουσε περί της κλειδός και περί του μοναστηρίου ο Σκούντας, είχε πέσει εις βαθείαν σύννοιαν, ην μάτην προσεπάθει να συγκαλύψη.

Ηδύνατο δε λίαν επωφελώς, ως επίστευε, να αναγγέλλη τούτο εις τους περί τον Πλήθωνα, αν και ουδεμίαν παραγγελίαν είχε λάβει προς τούτο. Την ημέραν ο Πρωτόγυφτος ουδαμού εφαίνετο. Πιθανώς έμενε κεκρυμμένος έν τινι τρώγλη. Την δε νύκτα ανέβαινεν εις την επιφάνειαν και περιήρχετο ως πενθούσα σκιά περί τα τείχη του μοναστηρίου. Εις μάτην περιέμενε τον Βούγκον να έλθη να τον εύρη.

Μπροστά σ' όλους, στην πόρτα του μοναστηριού, σύμφωνα με το νόμο της Αγίας Εκκλησίας, ο Τριστάνος παίρνει γυναίκα την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια. Μεγαλοπρεπείς ήταν οι γάμοι και πλούσιοι.

Ούτε φανατικοί ούτε ανόητοι ήσαν αι πρώται εκείναι παρθένοι, αίτινες απολακτίσασαι τον κόσμον εζήτησαν ησυχίαν υπό την στέγην Μοναστηρίου• αλλ’ εγνώριζον ότι οι γάμοι πλήθουσιν ανίας, ήκουσαν τας κραυγάς των γυναικών, ότε έτικτον ή εξυλοκοπούντο υπό του συζύγου, είδον τας γαστέρας αυτών εξοιδημένας και τα στήθη των γάλακτος αποστάζοντα, εμέτρησαν δε και τας ρυτίδας όσας αι αγρυπνίαι και οι πόνοι έσκαψαν επί του μετώπου των.

Είμαι φτωχός άνθρωπος, απήντησε διά κλαυθμηράς φωνής ο Τρέκλας, ιδών ότι δεν ηδύνατο του λοιπού να υποκρίνεται τον νεκρόν. — Και τι κάμνεις εδώ; — Κοιμάμαι, απήντησεν αστείως ο Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ, τέτοιαν ώραν; — Εδώ έτυχε να νυκτωθώ, απήντησεν ψευδόμενος ο Τρέκλας. — Μήπως είσαι υπηρέτης του μοναστηρίου; — Είμαι κηπουρός. — Λοιπόν εδώ κάθεσαι, και μη λέγης ότι έτυχες.

Πολεμεφόδια είχον αρκετά, καθότι εις το Αρκάδι ήσαν αι γενικαί αποθήκαι της επαναστάσεως, τροφαί δ' επίσης υπήρχον επαρκείς εις τας πλουσίας αποθήκας του μοναστηρίου. Ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όστις προ ολίγου είχε φθάσει μετ' εθελοντών τινων εις Κρήτην και διορισθή υπό της Συνελεύσεως των Κρητών Γενικός Αρχηγός του τμήματος Ρεθύμνης, ευρέθη εις το Αρκάδι κατά τας ημέρας εκείνας.