Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Αληθινά, αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν έχω αιτίαν να παραπονεθώ της Τύχης μου, μολοντούτο δεν είναι η μοναχή απόληψη των καλών, οπού κατασταίνει την ευτυχίαν του ανθρώπου, αλλά χρειάζεται και να ευχαριστιούμεστε στην κατάσταση οπού βρεθούμε, αποδιώχνοντας όσα ημπορούν να μας ενοχλήσουν.

Όταν ήμουν μικρή, ενθυμούμαι οπού μ' έφερεν εις την αγκάλην του ένας άνθρωπος . .. — Και τι άνθρωπος ήτον αυτός; ηρώτησεν η μοναχή. — Αυτόν μοι φαίνεται ότι τον ανεγνώρισα αυτάς τας ημέρας, αλλά δεν ειξεύρω. Αργότερα σας λέγω τούτο. — Εξακολούθει, κόρη μου. — Πόσον καιρόν μ' έφερεν εις την αγκάλην του, δεν ειξεύρω, αλλά με ηγάπα και μ' επροστάτευεν. — Έπειτα;

Από μιας ώρας ήδη είχε γείνει σκότος, και ο λύχνος νυστασμένα έφεγγε τον πενιχρόν θάλαμον τον χωρισμένον μέσα εις αυτό το κτίριον του μύλου, και η εστία έκαιε παρηγόρως εις την γωνίαν, και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά μοναχή της, μετά κόπου εκλέξασα αυτά ανάμεσα εις την χιονισμένην κλιτύν του ρεύματος, μεταξύ βράχων και θάμνων, περικυκλούντων ολόγυρα τον πενιχρόν νερόμυλον, υπό τας γηραιάς πλατάνους, τα λάχανα είχαν βράσει.

Πλην σ ’ έχω θυγατέρα μου και σάρκα μου και αίμα... ή της σαρκός μου είσαι συ αρρώστια, κι εξ ανάγκης είσαι 'δική μου. Φάγαιναν και πρήξιμον σε είχα. εξάνθημα ’ς το αίμα μου το κακοφορμισμένο! Ας είναι! Δεν επιθυμώ εγώ να σ ’ επιπλήξω. Οπόταν θέλ' η εντροπή ας έλθη μοναχή της· δεν την γυρεύω· δεν ζητώ τον κεραυνόν να πέση ούτε σκοπεύω να κλαυθώτον Δία να σε κρίνη.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Λοιπόν αμέσως γύρισε ‘ς το σπίτι του πατρός σου· καμώσου την χαρούμενην ειπέ ότι τον Πάρην τον θέλεις, κ' υπανδρεύεσαι· και αύριον τετάρτην εύρε τον τρόπον μοναχή την νύκτα να πλαγιάσης, χωρίς η παραμάνα σου να κοιμηθή κοντά σου.

Η δας ην εκράτει η μοναχή επλησίαζε να σβεσθή. Έφθασεν εις το ύψος της κλίμακος. Η θύρα του πρώτου χωρίσματος ενέδωκεν επίσης. Ήτο τούτο είδος προθαλάμου, μετ' αυτόν δε είπετο ο κύριος θάλαμος, εν ώ έπρεπε να κατοική το μυστηριώδες πρόσωπον. Περί των δύο τούτων θαλάμων υπήρχεν αρχαία τις παράδοσις.

Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;

Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η καρδιά της. Και τώρα, λέει, μόνο και μόνο γιατί ξεπρόβαλαν οι παλιόγλωσσες και τους κατατρέχουνε, να πηγαίνη, λέει, στο καθάριο του σπίτι και να στήνη τέτοιες βρωμοπαγίδες! Και να το μυρίζουνταν η Βασιλική, τι θεριό θα γινότανε!

Οι παίδες έξω εις την πλατείαν ιδόντες αυτόν εν τη σκοτία της νυκτός ήρχισαν εν χορώ: Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! — Ακόμα 'λίγο ναρθώ μονάχη μου! Είπεν η κυρά Μανωλάκαινα, όλη χρυσή και ωραία, αναμένουσα προ τόσης ώρας τον σύζυγόν της, ίνα την οδηγήση εις τον ναόν.

Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζύ με άλλα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρως κάηκε και το Μικρό Χωριό και μαζύ με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' ώμορφο το σπίτι της, έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαμματιά από το δέντρο, κι' είδε κι' έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέση να βγάλη τα έξοδα, για να βάλη μαστόρους να χτίση, όχι σαν το σπίτι, πούχε πρώτα με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξη γιδούλες και τρία τέσσερα προβατάκια για να ντυέται και ν' αρταίνεται.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν