United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της. — Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε. — Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά; — Όχι. — Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση.

Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.

Δεν ξεύρω τι έπαθες, μικρέ μου. — Αλλ' αύτη δεν είνε εδώ, είπε παραπονετικώς ο Μάχτος. — Και σαν δεν είνε, θάρθη. — Πότε θάρθη; — Το γρηγορώτερο. — Και σαν δεν έρθη; — Πώς γίνεται να μην έρθη; — Ξεύρεις καμμιά φορά. Ωχ, μάννα μου, θαποθάνω... Και κατενεχθείς επί του εδάφους, ήρχισε να κλαίη με αληθή δάκρυα. — Σε καλό σου, μικρό μου, είπεν η Γύφτισσα υπέρ την κεφαλήν αυτού. Τι έχεις;

Για νερό εδώ κοντά! — Κάθεσε με την Δεκοχτούρα, — Ναι; είνε κερά μου. — Είσαι πολύ καιρό μαζή της; — Ένα χρόνο. Κ' έκαμε να φύγη. — Μα σα να το γνωρίζω, είπεν ο Βασίλης. — Και πως σε λένε, μικρέ, το ρώτησε. — Ζώη! είπεν ο μικρός και απομακρύνθη. ΉΤΟ πολύ μελαγχολικός ο Κλέων την νύκτα εκείνην.

Αλλά πρώτα πρέπει να σ' ευχαριστήσω ότι μ' έπνιξες, διότι τώρα δα μ' έκαμες αληθινά πλούσιον. Πώς ετρόμαξα όταν έπιπτα, και εσφύριξεν ο αέρας εις τ' αυτιά μου! Αλλά άμα έπεσα εις το νερόν, ο σάκκος ήνοιξε, και μία ωραία κόρη με κάτασπρα φορέματα και με πράσινα φύλλα επάνω εις τα βρεγμένα της μαλλιά, με επήρεν από το χέρι και μου λέγει: «Καλώς ήλθες, μικρέ Κλώσε. Χάρισμά σου αυτά τα ολίγα πρόβατα.

Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχόμενη πλησίον μας σ' εκύτταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.

Την τρίτην επέρασαν δύο άγριαι χήνες, αι οποίαι προ ολίγου μόνον είχαν έβγει από το αυγόν, και ήσαν ζωηραί και εύθυμοι. — Άκουσε μικρέ! είπεν εις το παπί μία εξ αυτών. Είσαι τόσον άσχημος ώστε μου αρέσεις. Έλα να ταξειδεύσωμεν μαζή. Εδώ κοντά, εις ένα άλλον βάλτον, είναι μερικαί νόστιμοι χηνοπούλαι ανύπανδροι. Έλα και ίσως εύρης την τύχην σου, αν και δεν είσαι εύμορφος.

Ο δε φαρμακοπώλης τον επήρε διά τρελόν τω όντι, και τον άφησε να φύγη. — Θα μου το πληρώσης, έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος, όταν επλησίαζεν εις το χωρίον, θα μου το πληρώσης, μικρέ Κλώσε! Και άμα έφθασεν, επήρε τον μεγαλείτερον σάκκον όπου ηύρε, και υπήγεν εις του μικρού Κλώσου και του λέγει: — Με εγέλασες πάλιν. Την πρώτην φοράν με έκαμες και εσκότωσα τα άλογά μου, τώρα την νόναν μου!

Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.

Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε. Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης. — Πού πας, μικρέ;