United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλήν ήδη ώραν μετά την αποχώρησιν της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επί του ερυθρού χ ρ α μ ί ο υ του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φως ελεεινού λυχναρίου, και προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας διά της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα, τίνος βιβλίου.

Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;

Εμένομεν ούτως ενώπιον της κλίνης σιωπηλοί και ακίνητοι, ακούοντες του θνήσκοντος το ψυχομαχητόν. Έκλινα την κεφαλήν επί της χειρός της μητρός μου και την ησπάσθην, εκείνη δε δεν έσκυψε να με φιλήση, αλλ έθεσε την άλλην της χείρα επί της κεκλιμένης κεφαλής μου και με είπεν ησύχως•Φέρε ιερέα. Έδραμα έξω αμέσως. Δεν ήθελα να κλαύσω εμπρός της. Ενώ εξηρχόμην εισήρχετο εις την οικίαν ο ιατρός.

Ή, τουλάχιστον, ώφειλε μάλλον ο Μενέλαος να θανατώση την κόρην του Ερμιόνην χάριν της μητρός της, διότι η υπόθεσις αποβλέπει αυτόν τον ίδιον. Τώρα όμως εγώ μεν, ήτις υπήρξα πιστή σύζυγός σου, θα στερηθώ της κόρης μου, η δε απιστήσασα θα ευδαιμονή έχουσα εις τον εν Σπάρτη οίκον της αβλαβή την θυγατέρα της. Αποκρίσου μοι, εάν σφάλλωμαι.

Πρώτον μεν είνε πάντοτε πένης και αντί απαλός και ωραίος, όπως νομίζουν οι πολλοί, είνε ξηρός και ταλαιπωρημένος και ανυπόδητος και άστεγος, μικρός και ταπεινός ων πάντοτε και μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι, εις τας θύρας και εις τους δρόμους υπαίθριος κοιμώμενος, την φύσιν της μητρός έχων και σύντροφον παντοτεινόν την ένδειαν.

Όταν δε τους απέπεμψε, τοις είπεν· «Ω παίδες, ηξεύρετε άρα γε ποίος εφόνευσε την μητέρα σας;» Ο λόγος ούτος εις μεν τον πρεσβύτερον ουδεμίαν επροξένησεν εντύπωσιν· αλλ' ο νεώτερος, όστις εκαλείτο Λυκόφρων, τόσον ελυπήθη ακούσας, ώστε επιστρέψας εις Κόρινθον ούτε εχαιρέτισε τον φονέα της μητρός του Περίανδρον, ούτε απεκρίνετο προς αυτόν ομιλούντα, ούτε τω ωμίλει εξετάζοντι.

Ωνειρεύθη ότι η μητέρα της την συνελάμβανεν επ' αυτοφώρω ερευνώσαν να εύρη το κομπόδεμα, κάτω εις το ισόγειον, ανάμεσα εις τα βαρέλια και τα πιθάρια και τον σωρόν των καυσοξύλων ως την είδεν, εμειδίασε πικρώς, το σύνηθες μειδίαμά της, και διά να την εβγάλη τάχα από τον κόπον, επήρε μοναχή της το κομπόδεμα, έβγαλε και της εχάρισεν από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία γερμανικά τάλληρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνας που είχαν και την εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφήν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετά χαράς μεμιγμένης μ' εντροπήν, επήρε τα τρία νομίσματα, από τα χέρια της μητρός της πλην όταν τα εκύτταξε, είδεν ότι τα τρία εκείνα νομίσματα, με τα πρόσωπα που έφερον επάνω, ήσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, με σβυσμένα ματάκια . . . . Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρών κορασίδων!

Του πατρός της όμως η γνώμη, πατρός όσον φιλοστόργου, τόσον και νουνεχούς, ήτο εκ διαμέτρου αντίθετος. Σπουδάσας κατά βάθος τον χαρακτήρα των δύο νέων, ουδ' επί στιγμήν εδίστασε μεταξύ αυτών. Τον Άγγελον ήθελε σύντροφον του μόνου του τέκνου, του ορφανού μητρός, της μόνης του χαράς. Αυτόν της προώρισε σύζυγον, πεποιθώς ότι μαζή του θα ηυτύχει. Αλλ' η κόρη εσκυθρώπασε.

Έπεσε και επτωματίσθη εις τα καταχθόνια, και εξωλοθρεύθη εκ γης το μνημόσυνον αυτού, ο υπεραιρόμενος και λαλήσας αδικίαν εν υπερηφανία και εξουθενώσει κατά του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του αληθινού θεού, και της αχράντου μητρός αυτού της ευλογημένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, απώλετο ο ασεβής μετ' ηχούς. Επέστρεψεν ο πόνος αυτού επί την κεφαλήν αυτού...».

Εάν δε ήσαι φιλόστοργον τέκνον μου, σεβάσθητι την μητέρα σου, και υπάκουσον εις αυτήν, ικετεύουσαν υπέρ της Ρώμης, της μεγάλης μητρός σου. Γονυπετείς δε έπεσαν εις τους πόδας του Κοριολάνου και η μήτηρ και η σύζυγος και τα τέκνα του.