Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δεν εγύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ' εγύρισε σβούρα στη γη. Επήγα, ηύρα το σπίτι μας χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένον και μια μικρούλα μου αγαπητηκή σωστή αντρογυναίκα.
Γυρίζει η κόρη 'ςτο χωριό, της μάνας της το λέει: — Γλυκειά μανούλα, για νερό 'ςτή βρύση που με στέλνεις Κάθε βραδειά πεντάμορφος λεβέντης μ' ανταμώνει, Που ροβολάει απ' τα βουνά αλαφοκυνηγώντας.
Ο Έφις έτρεξε ξωπίσω του και του άρπαξε το χέρι. «Περίμενε!» Έμειναν μια στιγμή σιωπηλοί, σαν ν’ άκουγαν μια μακρινή φωνή. «Τζατσίντο! Ένα πράγμα μόνο πρέπει να μου πεις. Τζατσίντο! Σου μιλάω σαν ετοιμοθάνατος. Τζατσί! Πες το μου, στην ψυχή της μάνας σου! Πώς το έμαθες;» «Τι σε μέλει;» «Πες το μου, πες το μου, Τζατσί! Στην ψυχή της μάνας σου.»
Και με τα δυό σου χέρια, εσύ η γυναίκα, εσύ η μεγάλη της ζωής νικήτρια, το πλούτισες με κάθε πλούτο και με κάθε θησαυρό Γιατί το ξέρω! Τον έκανες και πλούσιο εσύ τον Παύλο, εσύ με τη δουλειά σου, με την τέχνη σου, με τα χρυσά σου χέρια. Και είσθε τώρα, ευτυχισμένοι σεις οι δυό άξια συ μητέρα του παιδιού σου και το παιδί σου άξιο μίας τέτοιας μάνας! Ω! Μαρία!
Κείντα θα κάμης πάλι στον Άη Θωμά; είπε το Βαγγελιό· και φάνηκε πως δεν της άρεσε αυτό το ταξίδι, γιατί καταλάβαινε το σχέδιο της μάνας μου. Μα πάλι δεν είπε τίποτε για τη μάνα μου. — Αν ήτονε, της είπα, να πάω μόνο στον Άη Θωμά, δε θα πήαινα. Μόνο θα πάω και στην Καλυβιανή, να βρεθώ 'κειά τση Παναγίας να την παρακαλέσω για την υγειά σου. Εκινήθη να μαγκαλιάση, αλλ' ευθύς τραβήχτηκε.
Σα μεγάλο μαύρο όρνεον η γόνδολά μας παρεσύρετο σιγά σιγά προς την &Γέφυραν των στεναγμών&. Ξάφνου πολλές, πολλές λαμπάδες φάνηκαν στα παράθυρα και την μεγάλην σκάλαν του παλατιού, κ' ένα φως ωχρό και τρεμοσβύνον διέλυσε την σκοτεινιά. Ένα παιδάκι είχε ξεγλιστρήσει απ' τα χέρια της μάνας του και απ' το παράθυρο του τελευταίου πατώματος του υψηλού παλατιού γκεμίσθηκε στην σκοτεινή διώρυγα.
Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει, Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει: — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα, Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.
Σου ορκίζομαι όμως στην ψυχή της μάνας μου πως εγώ την σεβάστηκα πάντα τη Νοέμι, σαν να ήταν κάτι το ιερό…. Και όμως, ναι, σου το λέω, επειδή ξέρω πως μπορώ να σου το πω, μόνο μια φορά, όταν εκείνη λιγοθύμησε κι εγώ έκλαψα επάνω από τα μάτια της, ναι, μπορώ να σου το πω, όπως θα μπορούσα να το πω και στη μάνα μου, με την ίδια αθωότητα , ναι, κοιταχτήκαμε… μέσα από τα δάκρυα, και ίσως τότε… ίσως τότε… Δεν ξέρω, να, δεν σου λέω άλλα.
— Έχεις και μούρη και ρωτάς; οντέν εβάφτισες του συντέκνου του Μουστοβασίλη το θυγατέρι δεν είπες τση μάνας σου πως ήθελες την Πηγή; ... Δε σου τώπε, Ργινιό; — Κιαμέ δε μου τώπε; απήντησε με μειδίαμα η Σαϊτονικολίνα. — Ύστερα σ' ερώτηξα κεγώ και δε μούπες όχι και με το να μαρέση κεμένα η Πηγή, ήδωκα λόγο του Θωμά.
Γλώσσα χωρίς χρώμα, ή χαμαιλέοντας, γλώσσα χωρίς σύνταξη δική της ή φραγκαττική φρασεολογία, γλώσσα δίχως γραμματική ορισμένη ή αστοιχείωτη, γλώσσα δίχως ζωή ή τεχνητή, δίχως πνεύμα ή ανόητη, και χωρίς νόημα ή βλαβερή, ― όχι γλώσσα παρά άρνηση κάθε γλώσσας, γιατί ούτε την αττική μαθαίνουμε, ούτε τη γλώσσα της μάνας μας μάς αφίνουν, που μας τη βρωμίζουν αδιάντροπα, ούτε καν τη φράγκικη, ― α υ τ ή τη γλώσσα που δεν είναι γλώσσα, α υ τ ή ν αφίνουν σαν κατακάθι στο μυαλό μας τα σκολειά του Γένους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν