Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Την είδα κ' εγώ τη μαμμή σήμερα και ό,τι δεν ετόλμησε να πη σε σέ, το εξεμυστηρεύθη σε μένα, του είπα σχεδόν μυστικά, ωσάν να εφοβούμην μη με ακούσουν. Εταράχθη ακόμη περισσότερον. — Τι σου είπε; ηρώτησε σιγανά, ενώ η σιαγών του έτρεμε. Ησθανόμην ότι με κατελάμβανε δειλία, είχα όμως πολύ προχωρήση και η οπισθοδρόμησις ήτο αδύνατος.

Η κορασίς αύτη ήτο απαράλλακτον αντίτυπον της μητρός της, μικρογραφία της αυτής εικόνος. Μακρά, ισχνή, λευκοτάτη, κηρόπλαστος. Εν τούτοις η μάμμη της δεν την ηγάπα. Επροτίμα τον αδελφόν της, τον μικρόν Πολυχρονάκην, τετραετές παιδίον «με τέσσαρα μάγουλα», ακριβές αντίγραφον του πατρός του.

Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της, και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως. Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.

Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Το βέβαιον είνε ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν' αποκτήση μητέρα, ενεθυμείτο κ' ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε είξευρε τίποτε, ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του.

Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει» και την εσπέραν εκείνην η καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά μάμμη, τις οίδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων! Και τι δεν ήθελεν υποστή, προ ποίας θυσίας ηδύνατο να οπισθοδρομήση, διά την αγάπην των δύο τούτων παιδίων, τα οποία ήσαν δις παιδία δι' αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα του τέκνου της!

Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.

Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού. Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι

Τα παιδία ώρμησαν αμέσως εις το καλάθιον, κ' έψαξαν να εύρουν τι εκρύπτετο εντός αυτού, υπό την διπλωμένην φουστάναν, ελπίζοντα ότι θα τους είχε φέρει η μάμμη κάτι τι διά να τα φιλεύση από το χωρίον, αλλά δεν ηύραν ειμή μόνα τα παλαιά τσόκαρα της γραίας, το οποία αύτη έθετε πάντοτε εντός του καλαθιού, προτιμώσα να βαδίζη ξυπόλητη, διά να είνε ελεύθερα τα πόδια της και χάριν οικονομίας.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμηρίζη, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ', όχι, χαδιάρη μ'! όχι κεφαλά μ', πάπο μ', χήνο μ'»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, διά ν' ασημώσουν το παιδίον.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν