Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


«Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, είχε γείνει απέραντο πέλαγο και μέσα σ' αυτό το πέλαγο πότε η Λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και σηκόνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η Χαρά έβγαινε στη μέση κι' έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη.

Ας δώση τόποντην οργήν η λύπη· την καρδιά μας να μη την πνίξ' η λύπη μας, να την ανάψη! ΜΑΚΔΩΦ Τώρα 'σάν γυναικός τα 'μάτια μου να κλαίουν ημπορούσαν, κ' η γλώσσα μου να φλυαρή. Αλλ' όχι! — Ω Θεέ μου μη συγχωρής αναβολήν! στήθος με στήθος φέρε εμένα και τον δαίμονα εκείνον της Σκωτίας! Να με χωρίζη απ' αυτόν, το μάκρος του σπαθιού μου, κι' όσον γλυτώση απ' εμέ, τόσο καλό να εύρη!

Να σ' αγκαλιάσω έλα! — Να μου ραγίση την καρδιάν η λύπη, αν ποτέ μου ή του πατρός σου ο εχθρός ή ο δικός σου ήμουν! — ΕΔΓΑΡ Το 'ξεύρω, ω αυθέντα μου. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Που είχες καταφύγει; Ποιος σ' έκρυψε; Πώς έμαθες τα πάθη του πατρός σου; ΕΔΓΑΡ Τα είδα με τα 'μάτια μου, — συνέπασχα μαζί του! 'Σ ολίγα λόγια να σου 'πω, αυθέντα, τα δεινά μου και την καρδιάν μου ύστερα ας την ραγίση η λύπη!

Όλες αυτές η εμορφιές, όλ' αυτά τ' αγαθά σαν να σε προσκαλούσαν να ζης, σαν να σου λέγαν να λησμονής κάθε βάσανο και κάθε λύπη. Αλλά ο ναύτης με τη μαυρίλα της συμφοράς, με το βαθύ σκοτάδι στην καρδιά του την πληγωμένη, ήταν αναίσθητος στην γοητευτικήν εικόνα και αν ετύχαινε να έρθη στο σκοτισμένο του μυαλό καμμιά ιδέα, ήταν και αυτή απελπιστική.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αιώνια τον θάνατον θα κλαίης του Τυβάλτη; ή με τα δάκρυα θαρρείς τον τάφον του θ' ανοίξεις; κι αν τον ανοίξης, την ζωήν θα του την ξαναδώσης; Παύσε τα κλαύματα λοιπόν. Η μετρημένη λύπη πολλήν αγάπην μαρτυρεί· κ' υπερβολή της λύπης δεν φανερόνει πολύν νουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! άφησε να κλαίω εκείνον οπού έχασα.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα, που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον! ΠΡΙΓΚΗΨ Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε, εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε· του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη. Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν; ΠΡΙΓΚΗΨ Κύτταξ' εδώ να την ιδής.

Η αγάπη μας γίνεται μέσα μας Γιάγος. Μήτε τρικυμιά μήτε θόρυβος κανένας με ταράζει, μήτε κανένα μίσος με θερίζει. Αξεδιάλυτη λύπη, που μου περεχύνει την ψυχή, μου έρχεται όταν τη συλλογιούμαι. Πόσο την αγαπώ!

Τους μισώ αυτούς διότι είνε χυδαίοι και απαίσιοι. Δεν αρκεί ότι έζησαν κακώς, αλλά και αφού απέθαναν ακόμη ενθυμούνται και ποθούν τα του κόσμου• ευχαριστούμαι λοιπόν να τους πειράζω. ΠΛ. Δεν πρέπει όμως• διότι δεν εστερήθησαν μικρά πράγματα και η λύπη των δεν είνε αδικαιολόγητος. ΜΕΝ. Και συ, είσαι ανόητος, ω Πλούτων, και συμφωνείς με τους στεναγμούς των; ΠΑ. Καθόλου, αλλά δεν θέλω να ερίζετε.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αμέσως. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη, να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη. Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει, παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!

Κατοίκησε ‘ς την Μάντουαν· και με τον άνθρωπόν σου έχω την έννοιαν μου εγώ ειδήσεις να σου στέλνω, ευθύς που τίποτε συμβή εδώ διά καλόν σου. Δος μου το χέρι· είν' αργά· καλήν σου νύκτα. Φύγε. ΡΩΜΑΙΟΣ Αν δεν μ' επρόσμενεν αλλού τέτοια χαρά μεγάλη, θα ήτο λύπη μου βαρειά ο χωρισμός σου, πάτερ. Ώρα καλή. Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν