Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Έμενα εκεί, αποβλακωμένος, καθισμένος ακίνητος να ακούω την κυρία να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει ή παρέα με την υπηρέτρια που σιωπούσε. Καθόμουν στο τραπέζι μαζί τους, τους άκουγα να αστειεύονται, να κάνουν σχέδια για μένα, σαν να ήμουν γιός τους, και όλη αυτή η κατάσταση που προξενούσε λύπη, με ταπείνωνε, και όμως δεν μπορούσα να φύγω.
Αφού η λύπη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγίεια.
Πλην των σταμνίων και φιαλών είχον σπάση κατά την πτώσιν και αμφότερα τα οστά της κνήμης του δυστυχούς σχοινοβάτου, τον οποίον θέσαντες οι προσδραμόντες κλητήρες εντός φορείου μετεκόμισαν εις το νοσοκομείον, ακολουθούμενον υπό του οδυρομένου Κάρλου και του Πλούτωνος, του οποίου δεν εφαίνετο μικρότερα η άφωνος λύπη.
Ο Αγαθούλης, μισός χαρά, μισός λύπη, γοητευμένος, που ξανάδε τον πιστό του υπηρέτη, ξαφνισμένος, που τον είδε σκλάβο, γεμάτος από τη σκέψη να ξανάβρη την αγαπημένη του, με την καρδιά ταραγμένη το πνεύμα άνω κάτω, κάθισε στο τραπέζι με το Μαρτίνο, που παρακολουθούσε με ψυχραιμία όλες αυτές τις περιπέτεις, μαζί με τους άλλους έξι ξένους, που είχαν έρθει να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία.
Πες στη μητέρα μου να προσεύχεται για το γυιό της και ακόμη πως της ζητώ συγχώρηση για κάθε λύπη που της επροξένησα. Αυτή ήταν η τύχη μου, να δίνω λύπη σ' εκείνους που έπρεπε να δώσω χαρά. Έχε γεια, πολυαγαπημένε μου φίλε! Έχε όλη την ευλογία του Θεού! Χαίρε».
Ποία δικαιότερη και τρομερώτερη μάστιγα εις τον κακούργον άνθρωπο παρά το να ξεσκεπασθούν ταπόκρυφα της ψυχής του; Ο Άριελ, κατά την προσταγή του Πρόσπερου, αποκοιμίζει τον βασιλέα και τους αυλικούς του, και αφίνει έξυπνους τον Αντώνιο, και τον Σεβαστιανό· ύστερος αποκοιμιέται ο βασιλέας, διότι η μαγική ενέργεια του πνεύματος ευρίσκει μεγαλύτερη αντίσταση εις την λύπη, που κατακυριεύει την καρδιά του πατρός.
Άντρες και γυναίκες με τη χαρά ή τη λύπη στο πρόσωπό τους περνούσαν από μπροστά του. Τους εκύτταζε και το μυστικό τους ήταν δικό του πια. Με τη φόρμα και το χρώμα εξανάπλαθε έναν κόσμο. Όλες οι άλλες τέχνες ήταν το ίδιο δικές του.
Το έλεγε και το απεδείκνυεν ατυχώς!. . . Και μία λύπη κατέλαβεν ήδη τον γέροντα· λύπη απ' εκείνας που αφαιρούν του ανθρώπου τα συναισθήματα έως να λησμονή και τον ίδιον εαυτόν του. Τα δάκρυά του έπαυσαν αίφνης.
Ναί, αφτά θα βγουν αλήθια· μονάχα η λύπη σου, αδερφέ, τα σπλάχνα θα μου σφάζει αν πάς εσύ και της ζωής αν σου κοπεί το νήμα, 170 τι ντροπιασμένος κι' άτιμος θα σύρω πίσω στ' Άργος, τι την πατρίδα οι Δαναοί θα θυμηθούν σε λίγο και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θ' αφίσουν και του Πριάμου παίνεμα.
Κ' ύστερα έπεσε σαν πεθαμένος απ' την κούραση απάνω σ' ένα θρονί. Το γέρο το βασιλιά τον πήρανε τα κλάματα. Απ' τη χαρά του για το βρέσιμο κι' απ' τη λύπη του, που χάθηκε η βασίλισσα και πήρε τον καϋμό μαζί της. Σα συνέφερε λιγάκι φώναξε σιμά του το μαντατοφόρο και του είπε: — Γεια σου, άξιο παλικάρι. Κι' ό,τι μου ζητήσης εσύ και τάλλα παλικάρια, δικό σας να είναι....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν