Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελευτήτων εκείνων ημερών ! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της• ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν. ― Θέλεις να μας καταδώσης ; έλεγε. Και έκρυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της. Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγορήση.
Λοιπόν, τι κάνεις τώρα; Έι, άνθρωπέ μου!.... Ντροπή! Αρκετά δεν έκλαψες; Εμπρός, κουράγιο! Περπάτα.» Τον ταρακούνησε πάλι πιάνοντάς τον από πίσω, από τα μπράτσα, αλλά ο Έφις έκλαιγε διπλωμένος στα δυο, με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και ενώ οι λυγμοί του γέμιζαν τη σιωπή της νύχτας, θυμόταν το αίμα που είχε φτύσει μπροστά στην παλιά εκκλησία της Ολιένα, μετά το άλλο επεισόδιο με τον Τζατσίντο.
Έχασα την γυναίκα μου, έχασα...τα παιδιά μου! — Κ εσώπασε ο Καλόγηρος. Οι 'γκαρδιακοί λυγμοί του Και τα πολλά τα δάκρυα τώπνιξαν τη φωνή του, Και δίχως λόγο και 'μιλιά έσκυψε 'ς ένα βράχο, Κ' έκλεγε κι' αναστέναζε. Δάκρυα ευλογημένα! Δάκρυ' απ' τα φυλλοκάρδια του, απ' την ψυχή βγαλμένα!
Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το δάκρυ. Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την αμφιβολία του.
Και με φωνήν την οποίαν εδόνουν οι λυγμοί της ηδυπαθείας ο Ηρώδης της έλεγεν. — Έλα, έλα! Εκείνη εστρέφετο πάντοτε. Τα τύμπανα εκρότουν μέχρι διαρρήξεως, ο όχλος ωλόλυζεν. Αλλ' ο Τετράρχης εφώναζε δυνατώτερα. — «Έλα, έλα!
Ας πάψη πια για το θεό να γίνεται λόγος γι' αυτόν εδώ μέσα. Ω! σα να είναι γραμμένο για μένα τη δύστυχη, να μη με βρίσκη ποτές ευχαριστημένη η βαριά ώρα του δειλινού που μας μπάζει στη νύχτα. Πάψη. Δεν ακούεται τίποτ' άλλο για κάμποση ώρα, παρά οι πνιγμένοι λυγμοί της Αννούλας. Κύριε, κύριε, είναι κάτου κάποιος άνθρωπος του εργοστάσιου και θέλει λέει, να σας δη αμέσως τώρα, αυτή τη στιγμή.
Αλλ' εις τους κόλπους του γέροντος κρύπτουσα την κεφαλήν η τάλαινα μήτηρ μου αφέθη τότε ολόκληρος εις της λύπης την κυριότητα, και ηκούοντο οι λυγμοί της, και οι στεναγμοί της εξέσχιζον την καρδίαν μου.
Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο. Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη.
Σαν νάμαι λες παρθένα και μπράτσα μεστωμένα παλληκαριού, πρώτη φορά να μ' ανεβάζουν από τα σφυρά όπου μ' εγγίζουν, σ' όλο το κορμί, τον πόθο του σφιξίματος και την ορμή των κυλισμάτων. Μια στιγμή αυτό το χάδι να βαστάξη και λυγμοί θε να με πιάσουνε και σπαραγμοί. . . Θα με τραντάξουν. . . ω! αυτοί οι γλυκασμοί!
— Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν