Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Έπρεπε λοιπόν να είναι έτσι εις τον κόσμον, ώστε ό,τι κάμνει την ευδαιμονίαν του ανθρώπου να γίνεται πάλιν πηγή της δυστυχίας του; Το μεστόν, θερμόν αίσθημα της καρδιάς μου προς την ζώσαν φύσιν, που με τόσην ηδονή με κατέκλυζε, που μου παρουσίαζε τον κόσμο γύρω σαν παράδεισο μου καθίσταται τώρα ανυπόφορος βασανιστής, ολέθριος δαίμων, που παντού με καταδιώκει.
« Επίστευα ότι Θεός » Ήμουνα της Ηπείρου, » Και ο Χριστός 'ς τα Γιάννινα. «'Σ τον κόσμο άλλος Μεσσίας » Ότι η Χάμκω τη 'μορφή » Πήρε της Παναγίας, » Και ότι δεν θ' απέθνησκα, » Θα ζω μέχρις απείρου.» « Πλην τώρα, τώρα πίστεψα, » Ότι ένας υπάρχει, » Και θα υπάρχη. Ένας Θεός. » Του κόσμου, Παντοκράτωρ, » Ύψιστος, Παντοδύναμος » Άγιος Πανδαμάτωρ » Ότι αυτός θα διοική » Τον κόσμο και θα άρχη!»
Και το δρομαλάκι έμενε πάντα έρημο, χωρίς δένδρα, χωρίς σκιές, χωρίς διαβάτες. Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε δυο αδερφάκια αγαπημένα. Ποτέ δυο πλάσματα στον κόσμο δε σταθήκανε τόσο ταιριαστά και τόσον όμορφα ενωμένα. Ούτε μάννα με το παιδί της, ούτε καλός με την καλή του, ούτε περιστεράκι με το ταίρι του.
— Γουβ! το επιφώνημα τούτο εξέφραζεν ίσως απορίαν, πού τα εύρεν ο Τρέκλας τόσα αγαθά αισθήματα. Βεβαίως θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην θα έκαμνε τοιαύτην θυσίαν. — Πόσον ευχαριστούμαι, καλέ μου Χόμο, που σ' έχω συντροφιά. Του κυνός η μορφή εξέφραζεν έκπληξιν. — Είνε καλό να έχη κανείς ένα φίλον εις αυτόν τον κόσμο. Και εμέ τα βάσανά μου είνε πολλά. Ο κύων δεν μετείχε πλέον του διαλόγου.
Και άμα εις τον κόσμο εβγήκε το μωρό, εφώναξα απάνω εις την συγκίνησίν μου: Κι' εγώ λοιπόν, ω Πλάστα, να πλάσω ειμπορώ ανθρώπους κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν μου; Σαν να μη φθάνη τόση Ελλήνων πλησμονή, ιδού! και άλλος Έλλην γεννάται από 'μένα... καλέ αυτός ο κόσμος τι έχει να γενή, εάν καρπούς ο έρως παράγη ολοένα;
Ύστερ' από τη γνώση που μας έφερε το περπάτημα του καιρού τα λαμπρόλογα και πανηγυρικά ξεφωνήματα της μητέρας, όσο κι αν στέκουνται ψυχολογικά ξηγημένα από τη χαρά για μια τέτοια νίκη του παιδιού της αναθρεμμένου στο νέο κόσμο ελληνικώτερα παρ' όσο θ' αναθρεφόταν στην ίδια την Ελλάδα, με περιχύσανε με κάποια κρυάδα και με κάμανε να στοχαστώ πως τα μάτια της νέας γυναίκας, θολωμένα από τη στοργή του παιδιού κι από τον πόνο του άντρα, δε φτάσαν ακόμα ίσα με το ξαγνάντεμα των απόμακρων ανησυχαστικώνε σημαδιών πέρα στ' ακροούρανα.
Βλέπεις τι έκανες; Μ' επρόσβαλες μπροστά στον κόσμο κ' έδιωξες από το σπίτι μου πρόσωπα της ανωτέρας αριστοκρατίας. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Λίγο με μέλει για την ανωτέρα αριστοκρατία τους. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν ξαίρω τι με κρατάει καταραμένη και δε σου σπάω το κεφάλι με τα κόκκαλα πούμειναν στα πιάτα. Ακούς εκεί ναρθής να μου ταράξης το γεύμα μου! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Λίγο με μέλει, σου είπα.
— Ε, τότε θα είπες κάτι άλλο. Έγυρε πάλι κάτω. — Δε θυμούμαι. Ξέρω μόνο πως θέλω να συλλογίζουμαι όπως και συ, να πιστεύω ό,τι και συ. Γιατί κανείς δεν είναι σαν εσέ, κανείς στον κόσμο. Σε τέτοια λόγια δεν μπορεί ναπαντήση κανένας άντρας. Δε χρειάζεται να ταποκρούση, γιατί δεν είναι σα θυμίαμα στη ματαιοδοξία.
Στο Φόνι, όπου οι ζητιάνοι βολεύτηκαν στη μικρή αυλή γύρω από την εκκλησία που ήταν γεμάτη κόσμο από μακρινά χωριά, ο Έφις άρχισε να δοκιμάζει ένα νέο μαρτύριο. Φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το σύντροφό του.
Και την καρδιά σπαράζοντας ρωτάει πικρότερα η ματιά σου η θλιβερή: Νόμος κανείς τον κόσμο κυβερνάει, ό τι λαμπρό αφού αρπάζεται απ τη γη, αφού ό τι φως ποθεί και λαχταρίζει, χρωστά άκαρπα ασφοδέλια να θερίζη;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν