Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Δεν τάχασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δος του τότες κάχλανα ο κυρ Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλοια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες νά τονε δη τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του! Μύριες θωριές η Αμερισούδα!
Ω χρυσέ δεξίωμα κάλλιστον και Χρυσός γαρ έστιν ο βρωτών έχει κράτη ; Αλλά γιατί εγέλασες, κυρ Πετεινέ; ΠΕΤ. Διότι ομοίως με τους άλλους και συ, Μίκυλλε, έχεις ψευδή ιδέαν περί των πλουσίων, ενώ έπρεπε να ξέρης, ότι η ζωή των είνε πολύ δυστυχεστέρα από τη δική μας.
Με ξέρεις εμένα. Την αλήθεια θα λέω κι' ας με κρεμάσουν. «Η αλήθεια σώσει υμάς». Το πρωί που ήρθε ο κύριος εργοστασιάρχης δε βάσταξα πια. — «Τι νέα, κυρ Νικολάκη, μου λέει. Καλά είσαι; — «Εγώ καλά είμαι, του λέω, μα το εργοστάσιό σου δεν είνε καλά. «Επληθύνθησαν αι ανομίαι». Δεν αρμενίζομε καλά. — «Γιατί; μου κάνει πάλιν σαν απορημένος.
Τον είδα με τα μάτια μου εγώ, Μίκυλλε. ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ' όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν; ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα. Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα; ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που λεγότανε Δριμύλλος.
Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην. Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν.
Εις τον μέγαν κήπον του κυρ -Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερυκοκιάν και συκήν και απιδέαν, είχε στρωθή από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης, ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευτέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουρακομμένος.
Είπα να του παίξω καμμιά δουλειά, ν' αφήσω μια το σκοινί, που να του φανή ο ουρανός σφοντύλι... να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή... Μα ας έχη χάρι, λυπήθηκα το γάλα του κυρ- Αναγνώστη, ει δε μη, ένα τσομπανόπουλο ολιγώτερο, ένα περισσότερο, θελά χάση, κατάλαβες, η Πόλι...
Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών.
Και έγεινεν άφαντος ο κυρ Στρατής, καταγινόμενος όλην την ημέραν εις την παρασκευήν του Χριστουγεννιάτικου δείπνου. Το έπλυνε μόνος του — ήτο άγαμος ο δυστυχής — το εσπόγγισε καλά, το έθεσεν εν τω μέσω καλώς γανωμένου ταψίου. Εσταύρωσε τα ποδαράκια του, και το εποίκιλε με παντοία καρυκεύματα της οψοποιίας, το λευκόν, το παχουλόν, το τρυφερόν, ως εκ γάλακτος, χοιρίδιον.
Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού. — Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα. Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι, ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος ανθρώπων όμιλος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν