United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά του σχισθέντος πέπλου βλέπω προκεχαραγμένην την τροχιάν μου μέχρι του κρημνού όπου θα καταλήξη! Αλλ' όχι! Απατώμαι και ματαιοφρονώ. Ουδ' επί τοσούτον δύναμαι να καυχηθώ. Ο άνευ ελπίδος ζων γνωρίζει μόνον τι εστερήθη, γνωρίζει ότι θα διέλθη ημέρας αφωτίστους εκ του φωτός της ευτυχίας, αλλά δεν γνωρίζει ούτε δύναται να προΐδη τι εισέτι κρύπτεται εντός του έμπροσθεν αυτού σκότους.

Διά μιας εστράφη εις τα οπίσω, και με τρία άλματα κατέβη εις το ρίζωμα του κρημνού, υπερεπήδησε την χαράδραν, διέβη δύο ή τρεις χθαμαλούς βράχους και τέλος έφθασεν εις τον βόθρον. Το σώμα της μικράς κόρης ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον εις το ύδωρ, και τα ενδύματά της επέπλεον. Ο Βράγγης έκυψε, την ανέσυρε και περιέβαλλεν αυτήν εις τας αγκάλας του.

Όσον επλησίαζεν ο Παντελής, ήκουε τας φωνάς των δύο αδελφών, φωνάς εξηγριωμένας. Έπειτα, διά μιας, σιωπή! Ότε επί τέλους ανέβη εδώ ο Παντελής, δεν ήτο πλέον εις καιρόν να τους χωρίση. Ενηγκαλισμένοι, εις αυτήν την στενήν λωρίδα γης, επάλαιον. Ήσαν εις την άκραν του κρημνού.... Έπεσαν και οι δύο ομού, και ένα μόνον κρότον ήκουσεν ο Παντελής, ότε εβυθίσθησαν κάτω εις την θάλασσαν...

Τοιαύτα τινά ανελογίζετο ο πτωχός αιπόλος, ο βόσκων ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, και ανήρχετο δρομαίος την ιδίαν ατραπόν, δι' ης είχε κατέλθει εις το φρούριον. Αλλ' όταν έφθασεν εις το ύψος του κρημνού, οπόθεν αρχίζει η ατραπός να διαχαράττηται, τρεις άνδρες κεκρυμμένοι εις τους θάμνους αναπηδήσαντες τον συνέλαβον. Ο βοσκός αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν.

Οι λίθοι τους οποίους εξετόπιζε πατούσα, ήσαν ως βάσις και θεμέλιον εις όλον τον άπειρον σωρόν των λίθων, τον απλούμενον επί του πρανούς του κρημνού. Καθώς έφευγον οι πρώτοι λίθοι, άλλοι λίθοι ήρχοντο να λάβωσι την θέσιν των, μετ' αυτούς δε άλλοι. Και ούτω η παλίρροια όλη του κρημνού ήρχετο κατ' επάνω της, έπιπτεν εις τας κνήμας και τα σκέλη της, εις τας χείρας και το στέρνον της.

Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.

Ίσταται, σβύνεται, είναι η απελευθέρωσις! Η παλαιά δράσις μας ενεφανίσθη. Θα εργασθώμεν του λοιπού. Αλλοίμονον! Είναι πολύ αργά! Είμεθα ορθοί εις το χείλος ενός κρημνού. Αισθανόμεθα την άβυσσον και μας πιάνει ζαλάδα και ίλιγγος. Το πρώτον μας μελέτημα είναι ν' απομακρυνθώμεν από τον κίνδυνον.

Τας έβλεπε φυλακωμένας, εις την φοβεράν πτυχήν του κρημνού, παρά τρίχα εις αυτό το χείλος της αβύσσου, και τας εκάλει εις μάτην, διά των καταληπτών εις εκείνας συνθηματικών μονοσυλλάβων·Αι, αι! όι! Ψαρή! ω, χω, Στέρφα! Εις μάτην. Η Ψαρή και η Στέρφα είχαν καθήσει αδρανείς, ανάλγητοι, αναίσθητοι, και ουδ' απήντων διά βελασμού εις τας προσκλήσεις του βοσκού.

Η καλλιεργημένη κάτω κοιλάς, βαθμηδόν ανυψουμένη, εστενούτο εις φάραγγα και απέληγεν εις πυκνόν ελαιώνα. Προς τα δεξιά, κάτωθεν του κρημνού επί του οποίου υπήρχε το Κάστρον, ελεύκαζον αι ολίγαι οικοδομαί της Σκάλας.

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.